-
1 κατά
κατά (1κάν O. 8.78
)1 c. gen.,a belowτὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59
b by, over of object by which one swears. κατὰ χρυσόκερω λιβανώτου (sc. εὔχεσθαι) fr. 329.2 c. acc.,a of place.I in. atΝεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87
καὶ πᾶσαν κάτα /Ἑλλάδ' εὑρήσσει O. 13.112
γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρ σανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι P. 8.86
ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην (codd.: ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann) P. 11.38κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι N. 10.17
ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται Θρ... δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς fr. 146. 2. Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II throughout, amongκαθ' Ἕλλανας O. 1.116
O. 6.71III on, uponπατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ O. 7.36
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα / σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (fort. tmesis, κατασπένδειν) I. 6.8IV along, onμακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247
πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.7
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4. ]α κατὰ πᾶσαν ὁδόν Pae. 4.6
Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες Πα. 7B. 11.bI in accordance with, according toἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον O. 8.78
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
κατ' ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν P. 3.109
“ βασιλευομέναν οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107 ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι (sense and construction obscure: perhaps tmesis? καταβλέπειν) P. 8.68 καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων befittingly P. 10.26 ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν i. e. according to the will of the Muse N. 3.16 ( χεῖρα) τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις opportunely I. 2.22Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν I. 4.38
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3.II distributively. μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη limb by limb O. 1.49 ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue I. 4.11c of time, atτὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον, κεῖνον κατὰ χρόνον O. 10.102
ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος at the news of Jason P. 4.125d in the manner of, likeτόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος πέμπεται P. 2.67
e fragg. ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν αἰθερ[ Pae. 7.11
]κατὰ χθόν ε[ Δ. 4. h. 12. ]καθ' ἁλικίαν[ Θρ. 5. 5.3 in tmesis.κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων O. 8.19
κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι P. 5.121
[κατὰ βλέπειν P. 8.68
v. supra 2. b.α. κάτα σπένδειν I. 6.8
v. supra 2. a. γ.] κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν fr. 171. -
2 κατα-τέμνω
κατα-τέμνω (s. τέμνω), zerschneiden, zerstückeln; μαχαίρᾳ τάμον κάτα μέλη Pind. Ol. 1, 49; τὰ κρέα Ar. Pax 1059; σπλάγχνα κατατετμημένα Av. 1524; τὰ γέῤῥα Xen. An. 4, 7, 26; mit doppeltem accus., ὃν. κατατεμῶ τοῖσιν ἱππεῦσι καττύματα, ich will ihn zu Schuhleder zerschneiden, Ar. Ach. 300; τὸ δ' ἄλλο σῶμα κατατεμὼν πολλοὺς κύβους Alexis bei Ath. VII, 324 c; vgl. Plat. Rep. X, 610 h; niederhauen, umbringen, τινά, VI, 488 c; κατατεμνόμενοι βαϑέσι τοῖς τραύμασιν Luc.; zerfleischen, ἑαυτόν Xen. Hem. 1, 2, 55; – ἡ πόλις κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰϑείας, in gerade Straßen zerschnitten, Her. 1, 180; – κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν, Gräben waren gezogen, Xen. An. 2, 4, 13; – τὰ κατατετμημένα sind im Bergwerke Stellen, wo schon gegraben ist, Ggstz ἄτμητα, Vectig. 4, 27.
-
3 κατά
κατά, kommt als adv. nicht mehr vor u. erscheint nur in einzelnen Fällen ohne Casus, wo man eine Tmesis annehmen muß, wie auch κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν Od. 2, 425. 15, 290 zu fassen, sie banden mit Tauen fest, wo der dat. nicht zu κατά gezogen werden darf; vgl. κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ 10, 238. Als Präposition mit der Grundbedeutung herab u. darüberhin.
I. Mit dem genit.; – 1) vom Orte; – a) Bewegung von oben nach unten hin, herab von; βῆ δὲ κατ' Ἰδαίων ὀρέων ἐς φύλοπιν Il. 16, 677, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, vom Gipfel des Olymp herab, 22, 187, καϑ' ἵππων ἀΐξαντες, vom Wagen herabspringend, 6, 232, βαλέειν κατὰ πέτρης Od. 14, 399; ἱεὶς σαυτὸν κατὰ τοῦ τείχους Ar. Vesp. 355, wie ἐῤῥίπτεον ἑαυτοὺς κατὰ τοῦ τείχεος κάτω Her. 8, 53, sie stürzten sich selbst von der Mauer herab; αὐτὴν πνεῦμα Βορέου κατὰ τῶν πλησίον πετρῶν ὦσαι Plat. Phaedr. 229 c; ἁλλόμενοι κατὰ τῆς πέτρας Xen. An, 4, 2, 17; so auch richtigere Lesart κατὰ κλίμακος καταβαίνειν 4, 5, 25, wo Krüger D. Sic. 14, 28 καταβάσεις κατὰ κλιμάκων vergleicht; ἧκαν ἑαυτοὺς κατὰ τῆς χιόνος εἰς τὴν νάπην Xen. An. 4, 5, 18; so auch κατ' ἄκρης, s. ἄκρα; Ζεὺς ὕων κατὰ τοῦ κεράμου βαλανεύσει Phereer. bei Ath. VI, 269 d. – Herab auf, nieder auf, κατὰ δ' ὀφϑαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς Il. 15, 344 u. öfter, von dem Todesdunkel, das sich auf die Augen niedersenkt, vgl. τὸν δὲ κατ' ὀφϑαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψε 13, 580; κατὰ χϑονὸς ὄμματα πήξας, auf die Erde heftend, auf den Boden gesenkt, 3, 217; vom Wurfspieß, κατὰ γαίης ᾤχετο, er fuhr niederwärts in die Erde. Daran reihen sich Vrbdgn wie στάξε κατὰ ῥινῶν Il. 19, 39, Μοῖσα κατὰ στόματος χέε νέκταρ Theocr. 7, 82, über den Mund hin; πλειὼν δὲ κατὰ χϑονὸς ἄρμενος εἴη Hes. O. 615; κατὰ τῆς τραπέζης κατασπάσας τέφρην, über den Tisch hin, Ar. Nubb. 178; μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες, über den Kopf herabgießen, Plat. Rep. III, 398 a; κατὰ τοῦ πυρὸς σπένδειν Critia. 120 a; bei den Comic. κατὰ χειρὸς ὕδωρ, Waschwasser über die Hände, nach VLL, τὸ ῥᾷστον πάντων καὶ εὐχερέστατον; κατὰ χειρὸς ἦν τὰ πράγματα, Alles ging mir leicht von der Hand, Phereer. Chir. frg. 7; eigtl. von dem über die Hände gegossenen Waschwasser, wie ὕδωρ ἐφέρετο κατὰ χειρῶν Ath. IX, 408 b; vgl. Lob. zu Phryn. p. 327. – Pind. sagt κατ' ἀμευσιπόρων τριόδων ἐδινάϑην, P. 11, 38, darüber hin, auf dem Dreiwege; Aesch. δνοφεράν τιν' ἀχλὺν κατὰ δώματος αὐδᾶται φάτις Eum. 357. – Nach Hom. κόπρος κατὰ σπείους κέχυτο πολλή, Od. 9, 330, erweitern Sp. diesen Gebrauch, διεσπάρησαν κατὰ τῆς νήσου, über die Insel hin, auf der Insel, Pol. 3, 19, 7, ἐσκεδασμένοι κατὰ τῆς χώρας 1, 17, 10; so im N. T. καϑ' ὅλης τῆς Ἰουδαίας, u. a. Sp. – b) unter, zunächst bei der Bewegung, bes. unter die Erde, ψυχὴ κατὰ χϑονὸς ᾤχετο Il. 23, 100, sie ging unter die Erde; καταδεδυκέναι, ἀφανίζεσϑαι κατὰ τῆς ϑαλάσσης Her. 7, 6. 235; ἔδυ κατὰ γῆς Plat. Tim. 25 d; κατὰ τῆς γῆς ὑποδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης, vor Scham in die Erde sinken, Xen. An. 7, 7, 11; gew. ohne Artikel, κατὰ γῆς γενέσϑαι 7, 1, 30. Bes. bei den Tragg. Bezeichnung der Unterwelt, οἱ κατὰ χϑονὸς ϑεοί Aesch. Pers. 657 u. öfter, die Götter der Unterwelt; τοῦ κατὰ χϑονὸς ᾅδου Ag. 1359; τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος Soph. O. C. 1699; κατὰ χϑονὸς ἔκρυψε Ant. 24; ὁ κατὰ γῆς, der Verstorbene, Begrabene, Xen. Cyr. 4, 6, 5. – c) auf ein Ziel hin, κατὰ σκοποῦ τοξεύειν Hdn. 6, 7, 19; κατὰ νώτου ξαίνειν Dem. 19, 197; κατὰ κόῤῥης πατάσσειν, hinter die Ohren schlagen, Luc. Gall. 30. So auch zu erkl. βᾶτε κατ' ἀντιϑύρων Soph. El. 1427; κατὰ πηδαλίων, am Steuerruder, Eur. Andr. 480; κατὰ νώτου γενέσϑαι, in den Rücken kommen, Her. 1, 9, wird bes. ein militärischer Ausdruck, κατὰ νώτου, κατὰ προςώπου, im Rücken, in der Front, 1, 75, Thuc. 3, 108, Pol. 1, 28, 9 u. öfter. – Auffallender sagt Ap. Rh. κατὰ νηδύος ὔμμε φέρουσα, im Bauche, 4, 1328. – Aus Vrbdgn dieser Art u. ä., z. B. τὸν κονιορτὸν εἶδε κατὰ τῶν ἰδίων φερόμενον, entwickelt sich die Bdtg – 2) feindlich, gegen, wider, bes. sprechen, λέγων ὅσ' ἂν ϑέλῃς καϑ' ἡμῶν ἔσχατα κακά Soph. Phil. 65, λόγους τοὺς μὲν Ἀτρειδῶν κάτα Ai. 295; κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς, spricht gern gegen die Regierung, Aesch. Suppl. 480; ψεύδεσϑαι κατά τινος Lys. 22, 7; πολλοῦ δέω κατ' ἐμαυτοῦ ἐρεῖν αὐτός, ὡς ἄξιός εἰμι τοῦ κακοῠ, gegen mich selbst zu sprechen, Plat. Apol. 37 b; stimmen, von Richtern, ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεϑρία βουλεύσεται Aesch. Spt. 180; ψῆφος καϑ' ἡμῶν οἴσεται Eur. Or. 440; δίκην κατ' ἄλλου φωτὸς ὧδ' ἐψήφισαν Soph. Ai. 444; auch sonst von feindlichem Beginnen, αὐτὸς καϑ' αὑτοῦ γ' ἄρα μηχανοῤῥαφῶ Aesch. Ch. 221, ἃ καϑ' αὑτοῖν λόγχας στήσαντε Soph. Ant. 145, ὅσην κατ' αὐτῶν ὕβριν ἐκτίσαιτ' ἰών Ai. 297, κατά τινος μάρτυρας παρασχέσϑαι, ὡς οὐκ ἀληϑῆ λέγει Plat. Gorg. 472 a, Folgde, ὃ κατὰ τῆς πόλεως ὑπελάμβανον εἶναι Pol. 10, 8, 5, τοιαύτην ὠμότητα εἶχε κατὰ τῶν ὑποτεταγμένων D. Sic. 19, 1; λόγος κατά τινος, oratio in aliquem, πρός τινα, adversus aliquem, Wolf Lept. p. CL. u. Heffter ath. Gerichtsverf. p. 175; ϑρίαμβος κατά τινος, über Einen, Plut. Ant. 84; εἶναι κατά τινος, zu Jem. Nachtheil sein, Nic. 21, wie χρῆσϑαί τινι κατά τινος, Tib. Gr. 15. – Soph. vrbdt auch ἐγγελᾶν, ἐγκαλεῖν κατά τινος, O. C. 1341 Phil. 328. – 3) von Plat. an ist dieser Gebrauch auch auf nicht feindliche Verhältnisse ausgedehnt, bes. beim Sprechen, in Beziehung auf, über, von, Conv. 193 c, μὴ τοίνυν κατ' ἀνϑρώπων σκόπει μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ κατὰ ζώων πάντων καὶ φυτῶν Phaed. 70 d, συντιϑεὶς λόγον ἔπαινον κατὰ τοῦ ὄνου, eine Lobrede auf den Esel, Phaedr. 260 b; Prot. 323 b; οἱ κατὰ τοῦ Δημοσϑένους ἔπαινοι Aesch. 3, 50, vgl. 124; ὃ καὶ μέγιστόν ἐστι καϑ' ὑμῶν ἐγκώμιον Dem. 6, 9, das größte Lob, das man über euch aussprechen kann; allgem., αἱ κατὰ Θηβαίων ἐλπίδες 19, 84; ταῦτα κατὰ πάντων Περσῶν ἔχομεν λἐγειν Xen. Cyr. 1, 2, 16; μία τις μέϑοδος κατὰ πάντων Arist. de anim. 1, 1; ἐπεκράτησε τὸ τῶν Ἀχαιῶν ὄνομα κατὰ πάντων Πελοποννησίων, er wurde auf alle Peloponnesier ausgedehnt, von ihnen gebraucht, Pol. 2, 38, 1, der auch ἀφορμὴ μήτε κατὰ τῶν ἐμπόρων, μήτε περὶ τοὺς δούλους vrbdt, 4, 50, 3. – Bei den Grammatikern zur Bezeichnung des Sprachgebrauchs, εἰ κατὰ ϑηλείας φαίης Apollon. Synt. p. 198, 19, φαῦλον καὶ φλαῦρον κατὰ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου, sagt man von denselben Dingen, Moeris, οἱ τάττοντες τοῦτο κατὰ τοῦ βλακὸς ἁμαρτάνουσιν Phryn. 272, wo Lob. zu vgl.; κατὰ κοινοῦ, Schol. Thuc. 2, 36; gewöhnlicher ἀπὸ κοινοῦ. – 4) ein bes. Sprachgebrauch ist καϑ' ἱερῶν ὀμνύναι, Ar. Ran. 101, auf das Opfer schwören, wobei örtlich an ein Handauflegen od. die Hand dagegen Ausstrecken zu denken; καϑ' ἱερῶν τελείων ὀμνύναι Andoc. 1, 98; ὤμνυε κατ' ἐξωλείας Dem. 21, 119; καϑ' ἡμῶν ὀμνύναι οὐκ ἤϑελε, εἰ μὴ σαφῶς ᾔδει τὰ εὔορκα ὀμουμένη 29, 26; παραστησάμενον τοὺς παῖ. δας αὐτὸν κατὰ τούτων ὀμεῖσϑαι 54, 38, wobei daran zu denken, daß der Schwur, wenn er nicht gehalten wird, auf das Haupt, bei dem man geschworen, als Fluch fällt; ἐπιορκήσαστ κατὰ τῶν παίδων Lys. 32, 13; κατὰ κυνῶν καὶ χηνῶν ὀμνύναι Luc. Icarom. 9; καϑ' ἱερῶν τελείων ἑστιάσας Tim. 7. – Anders ist εὐχὴν ποιήσασϑαι κατὰ χιλίων χιμάρων, ein Gelübde auf tausend Ziegen machen, Ar. Equ. 659; εὔχεσϑαι κατὰ νικητηρίων Dem. ep. 1 extr., wie App. B. C. 2, 141; sprichwörtlich geworden κατὰ βοὸς εὔχου, etwas Großes geloben, Diogen. 5, 90, μηδὲν κατὰ βοὸς εὔξῃ 6, 55. – 5) von der Zeit; κατὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον, für alle Zeit hin, Lycurg. 7; κατὰ παντὸς τοῦ χρόνου σκέψασϑε Dem. 22, 72 u. mit denselben Worten 24, 180. – 6) adverbiale Fügungen sind καϑ' ὅλου, κατὰ παντός, Arist. u. Folgde, durchgängig, im Allgemeinen, s. die Wörter.
II. Mit dem accusat.; – 1) vom Orte; – a) von der Ausdehnung über einen Ort hin, durchhin, u. geradezu in, bei Verbis der Bewegung u. der Ruhe, so daß immer an eine Ausbreitung über einen bestimmten Raum, nach einer gewissen Richtung hin zu denken ist, mit anderer Auffassung als bei ἀνά 3 a, wie auch wir sagen: die Reihen hinauf u. hinunter; von Hom. an sehr gewöhnlich; κατὰ στρατόν Il. 7, 370, κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας 2, 345, κατὰ γαῖαν Ἑλλάδα, Ἴλιον, Τροίην, κατὰ πτόλιν, ἄστυ, οἶκον, δώματα, κατὰ λαόν, δῆμον, ἀνϑρώπους, κατὰ νῆας, κλισίας u. ä., κατὰ ῥωπήϊα Od. 14, 473; so auch Tragg., κατὰ πτόλιν, ἄστυ, Aesch. Eum. 969 Pers. 1027 u. sonst; ϑεοῖς τοῖς καϑ' Ἑλλάδα, in Griechenland, Ag. 564; ἐκ τοῦ κατ' ἄστυ βασιλέως τάδ' ἄρχεται, vom König in der Stadt, Soph. O. C. 67; εἴσω κατ' αὐτὸν (χῶρον) εὐστομοῠσ' ἀηδόνες 18; κατὰ στέγας ἰέναι O. R. 637; οἱ κατ' οἶκον, domestici, El. 1136; κατ' οἴκους, im Hause drinnen, O. R. 1447; κατ' ἀγρίαν ὕλην ἀλωμένη O. C. 349; in Prosa, αἱ ἔχιδναι κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν εἰσίν Her. 5, 109, sind über die ganze Erde verbreitet; ἥρωες κατὰ τὴν χώραν καὶ τὴν πόλιν ἱδρυμένοι Lycurg. 1, 25; οὐ γὰρ ἦν κατὰ πόλιν Plat. Theaet. 142 a; τῶν κατὰ τὸν οὐρανὸν ἰόντων περὶ γῆν, durch den Himmel hin, 208 d (vgl. ἕως ἔτ' ἔστιν ἄστρα κατὰ τὸν οὐρανόν Ar. Eccl. 83); κατὰ τὸ ὑδάτιον Phaedr. 229 a; τοῦ περιφερομένου κατὰ πάντα τὰ μέλη αἵματος Tim. 74 c; κατὰ τὸν πλοῦν ἤδη ὤν, auf der Fahrt, Thuc. 7, 31; οἱ. κατὰ ταῦτα οἰκοῠντες Xen. An. 7, 5, 13; κατὰ τὴν ὁδὸν ἐγένοντο 4, 3, 21 (vgl. Plat. ἐπειδὰν φερόμενοι γένωνται κατὰ τὴν λίμνην Phaed. 114 a); οἱ κατὰ τὸ Ἀρκαδικὸν πελτασταί, im arkadischen Heere, 4, 8, 18; στὰς κατὰ τὰς πύλας, an dem Thore, 5, 2, 16. Bes. häufig κατὰ γῆν καὶ κατὰ ϑάλατταν, zu Wasser u. zu Lande. – b) κατὰ ποταμὸν πλέειν Her. 1, 194. 4, 44, κατὰ ῥόον, stromabwärts, im Ggstz von ἀνὰ ποταμόν, 2, 96; κατὰ ῥοῦν φέρεται, sprichwörtlich vom Gelingen, Diogen. 5, 82; κατ' οὖρον ἴτω, ἐρέσσετε, Aesch. Spt. 672. 836; ῥείτω κατ' οὖρον Soph. Tr. 468; κατὰ τὸν Ἰλισσὸν ἴωμεν, hinab, entlang, Plat. Phaedr. 229 a. Aehnlich vom Jäger entlehnt, der der Spur nachgeht, κυναγοὶ κατ' ἴχνος πλάταν ἄφαντον κελσάντων Aesch. Ag. 679; κατ' ἴχνος ᾄσσω Soph. Ai. 32, ich eile der Spur nach; κἀμὲ κατὰ ταύτην τὴν ὁδὸν ἄγε, auf diesem Wege, Plat. Soph. 237 b; ἰέναι κατὰ τοὺς ἄλλους προϊόντας, ihnen nachgehen, Her. 9, 53; κατὰ στίβον, auf dem Fuße, 4, 122, wie κατὰ πόδας, Thuc. 3, 98; Xen. Mem. 2, 6, 9. – c) Richtung wohin, an, κατὰ στῆϑος βάλλειν, κατ' ἀσπίδα, Il. 3, 347. 11, 108, u. oft in ähnlichen Vrbdgn, an die Brust treffen, gegen den Schild werfen, auf Etwas zu schießen, βέλος κατὰ καίριον ἦλϑε, das Geschoß kam an eine tödtliche Stelle, 11, 439, οὐδέ ποτε Ζεὺς τρέψεν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης ὄσσε φαεινώ, ἀλλὰ κατ' αὐτοὺς αἰὲν ὅρα, sah auf sie hin, 16, 644; παίει κατὰ τὸ στέρνον Xen. An. 1, 8, 26; ὁρμᾶν κατά τινα 7, 5, 27; ὡς κατὰ τοῠτο τὸ χωρίον ἐγένοντο, als sie an den Ort gekommen waren, Her. 3, 86; ἐπεὰν κατὰ τοῦτο γένωμαι τοῦ λόγου 6, 19; übertr., κατὰ τωὐτὸ γίνεσϑαι, übereinstimmen, 4, 119; anders παρῄεσαν αἱ παρϑένοι κατὰ τοὺς πατέρας, wo ihre Väter saßen, 3, 14; λέγειν κατά τινα, zu ihm sprechen, Xen. Cyr. 7, 1, 12. – d) allgemeiner, gegenüber, ἀνὴρ κατ' ἄνδρα τοῠτον ᾑρέϑη Aesch. Spt. 487; κατ' ὄμματα τῷ νυμφίῳ Soph. Ant. 756; κατὰ μὲν Λακεδαιμονίους ἔστησε Πέρσας Her. 9, 31; in der Gegend bei, ἡ Στερίη κατὰ Σινώπην πόλιν κειμένη Her. 1, 76; κεῖται ἡ Κεφαλληνία κατὰ Ἀκαρνανίαν Thuc. 2, 30; ἡ καϑ' ἡμᾶς ϑάλαττα, das sich zu uns erstreckende, bei uns liegende, das mittelländische Meer, Pol. 1, 3, 9; κατὰ βορέαν ἑστηκώς, gegen Norden, Thuc. 6, 104; von tactischen Bestimmungen, οἱ κατὰ τὸ λαιὸν τῶν ὑπεναντίων Pol. 1, 34, 9; öfter οἱ κατά τινα τεταγμένοι u. ä., zur ungefähren Ortsbestimmung. – Oertlich ist auch ursprünglich das bei Hom. so geläufige κατὰ ϑυμόν, κατὰ φρένα καὶ κατὰ ϑυμόν, im Herzen, in der Seele, s. unten. – Bei Zahlen, ungefähr, Her. 2, 145. 6, 44. 79; κατ' οὐδέν, fast Nichts, 2, 101. – 2) von der Zeit, eine Verbreitung durch einen Zeitraum hin, während, zu, Dauer u. Gleichzeitigkeit ausdrückend; ἐμὸν κατ' αἰῶνα, zu meiner Zeit, Aesch. Spt. 201; λευκὸν κατ' ἦμαρ Ag. 654; κατ' ἦμαρ καὶ κατ' εὐφρόνην ἀεί Soph. El. 251; μίαν καϑ' ἡμέραν, in einem Tage, Ant. 55; καϑ' ἡμέραν τὴν νῦν, heute, O. C. 3 Ai. 788; bes. in Prosa, κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα, zur Zeit als Amasis König war, Her. 2, 143, κατὰ τὸν πόλεμον, während des Krieges, 7, 157, κατ' εἰρήνην, in Friedenszeiten; κατὰ τὸν κατὰ Κροῖσον χρόνον, zu Krösus' Zeiten, 1, 67; κατὰ τοὺς Τρωϊκοὺς χρόνους, zur Zeit des trojanischen Krieges; κατὰ Σωκράτην Ath. XI, 505 f; εἴ τι μὴ ὀρϑῶς πράττω κατὰ τὸν βίον τὸν ἐμαυτοῦ Plat. Gorg. 489 a; κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους Polit. 274 c; οἱ καϑ' ἑαυτούς, ihre Zeitgenossen, Xen. Mem. 3, 5, 10; οἱ καϑ' ἡμᾶς Pol. 16, 20, 8; εἴς τε τοὺς πρὸ ἡμῶν καὶ καϑ' ἡμᾶς καιρούς 4, 1, 4; – κατὰ καιρὸν πράττεσϑαι Dem. 1, 4; – κατὰ φῶς, bei Tage, im Ggstz von νύκτωρ, Xen. Cyr. 3, 3, 25. – Aber καϑ' ἡμέραν ist = täglich, Aesch. Pers. 827 u. sonst oft, wie ὁ καϑ' ἡμέραν βίος täglicher Lebensunterhalt, Soph. O. C. 1366, u. ἐπὶ τῷ καϑ' ἡμέραν μισϑῷ, Dem. 59, 108, täglicher Lohn, κατ' ἐνιαυτόν jährlich, Plat. Polit. 298 e; Xen. An. 3, 2, 12 u. öfter; κατὰ μῆνα, monatlich. Diese Verbindungen gehören zu – 3) wo κατά Vereinzelung, Vertheilung eines größern Ganzen in mehrere kleinere Theile ausdrückt; κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῠλα, κατὰ φρήτρας, Il. 2, 363, nach Stämmen u. Geschlechtern sie sondern; κατὰ στίχας, reihenweis, Il.; κατὰ κώμας κατοικημένοι, in einzelnen Dörfern angesiedelt, Her. 1, 96; ἐκ τῶν συμμάχων ἐξελέγετο κατ' ὀλίγους 8, 113, immer nur wenige aus den einzelnen Abtheilungen; κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη, in elf Theile, Plat. Phaedr. 246 e; κατ' εἴδη διαιρεῖσϑαι τὰ ὄντα, in od. nach Geschlechtern unterscheiden, 273 e; ὁπόσοι κατὰ πόλιν ἐν ἑκάσταις νομεύονται Polit. 295 e; ἵνα μὴ μόνον κατὰ πόλεις, ἀλλὰ καὶ κατ' ἔϑνη δουλεύωσι, nicht bloß stadt-, sondern auch völkerweis, Dem. 9, 26; ἐλάμβανον τοὺς ἄρτους κατ' ὀβολόν, τὰ ἄλφιτα κατ' ἡμίεκτον μετρούμενοι, halbmetzenweis, 31, 37; κατὰ διακοσίας μνᾶς διακεχρημένον, in einzelnen Posten zu 200 Minen ausgeliehen, 27, 11; tactisch, κατὰ φυλάς, κατ' ἴλας, κατὰ τάξεις, κατὰ λόχους, geschwader-, regimenterweise, Xen. Cyr. 1, 4, 17. 6, 2, 36. 2, 1, 23 u. sonst; ähnl. κατὰ πόλεις διελύϑησαν, in die einzelnen Städte, Thuc. 3, 1, ὡς ἕκαστοι κατὰ πόλεις 1, 89; κατὰ μίαν ἐπὶ κέρως πλέοντες 2, 90. Geradezu die Distributivzahlen bildend, καϑ' ἕνα μαχεόμενοι Her. 7, 104; καϑ' ἑπτά, je sieben, Ar. Av. 1079; κατ' όλίγας (ναῦς) προςπίπτοντες, immer nur in kleinen Abtheilungen, Thuc. 3, 28; κατὰ δύο, je zwei, Plat. Ep. VI, 323 c; καϑ' ἕνα, einzeln, Xen. An. 4, 7, 8; κατὰ μίαν ἢ δύο λαμβάνων Dem. 20, 77; κατὰ μίαν ναῦν τάττειν Pol. 1, 26, 12, öfter, bes. von Anordnung u. Aufstellung der Soldaten, wohin man auch κατὰ κέρας προςβάλλειν, Xen. Cyr. 7, 1, 26, u. ä. rechnen kann. – Man vgl. noch κατ' ἔπος, Wort für Wort, Ar. Ran. 801, καϑ' ἑσμούς, schaarenweis, Vesp. 1146. – 4) Vereinzelung u. Absonderung ausdrückend, κατὰ σφέας γὰρ μαχέσονται, für sich, abgesondert, werden sie kämpfen, Il. 2, 366; μόνος καϑ' αὑτόν, allein für sich, Soph. O. R. 63; αὐτὴ καϑ' αὑτήν Eur. Ion 60; αὐτὸς καϑ' ἑαυτόν Ar. Vesp. 786; sehr gewöhnlich in Prosa, λέγων κατὰ σαυτόν Plat. Gorg. 505 d; αὐτὸ καϑ' αὑτὸ ἕκαστον, jedes Einzelne für sich, Theaet. 206 a; μόνος αὐτὸς καϑ' αὑτόν Rep. X, 604 a; καϑ' ἕνα, einzeln, dem ἀϑρόος entgeggstzt, Alc. I, 114 d, wie Thuc. ἀντέσχομεν πρός τε ξύμπαντας καὶ καϑ' ἑκάστους 2, 64; οἱ καϑ' αὑτοὺς Ἕλληνες 1, 138; καϑ' ἑαυτὸν πορεύεσϑαι, allein, für sich marschiren, Xen. An. 5, 10, 11; καϑ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐξοπλίσϑητε Cyr. 6, 3, 32 (aber αὐτοὶ καϑ' ἑαυτούς = von selbst, freiwillig 5, 5, 39); γεγόνασι καϑ' ἑαυτοὺς ἕκαστοι Dem. 10, 52; ἤδη καϑ' αὑτὸν ὄντι, als er schon selbstständig war, sein eigenes Geschäft hatte, 36, 4. – 5) aus 1 c folgt die Bdtg des Zweckes, als einer Richtung worauf, ἦ τι κατὰ πρῆξιν ἀλάλησϑε; Od. 3, 72. 9, 253, fahrt ihr nach einem Geschäfte, zu einem Geschäfte herum? πλάζεσϑαι κατὰ ληΐδα, auf, nach Beute umherschweifen, 3, 106; κατὰ χρέος ἐλϑεῖν, nach einem Orakelspruche kommen, um ihn einzuholen, 11, 479; κατὰ ληΐην ἐκπλώσαντες Her. 2, 152; ἀποπλέειν κατὰ βίου καὶ γῆς ζήτησιν 1, 94, wie κατὰ ζήτησίν τινα πέμπειν Soph. Tr. 55; κατὰ ϑέαν ἥκειν Thuc. 6, 31; καϑ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι, zur Plünderung zerstreu't, Xen. An. 3, 5, 2. Aehnlich Ζεὺς μετ' Αἰϑιοπῆας χϑιζὸς ἔβη κατὰ δαῖτα, zum Schmause, Il. 1, 424; vgl. κατὰ τὴν κνίσσαν εἰςελήλυϑε Ar. Pax 1015. – Dah. drückt es auch den Bewegungsgrund aus, weg en, aus, αἰτίαν καϑ' ἥντινα Aesch. Prom. 226; Θησέως κατὰ φϑόνον στρατηλατοῦσαι, aus Neid gegen den Theseus, Eum. 656; κατ' ἔχϑραν, aus Feindschaft, Suppl. 331, wie Ar. Pax 133; in Prosa, κατ' εὔνοιαν φρενῶν Aesch. Suppl. 918; ἐμήδιζον κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, κατὰ δὲ τὸ ἔχϑος τῶν Θετταλῶν Her. 8, 30, vgl. 7, 142. 9, 37; κατὰ τὴν τουτου προϑυμίην τέϑνηκας, nach seinem Wunsche, 1, 124; τὴν προξενίαν κατά τι ἔγκλημα ἀπεῖπον Thuc. 6, 89; κατὰ τί; weshalb? Ar. Nubb. 240 u. sonst; κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δέ Plat. Phaedr. 229 d; κατὰ φϑόνον οἴονται τὸν ἑαυτῶν λέγειν Gorg. 437 d; ἐγὼ κατ' αὐτὸ τοῦτο ἄγαμαι Πῶλον, ὅτι 482 d, eben deshalb, weil. – 6) an 1 b schließt sich die Bdtg gemäß, zufolge, nach, wie Plat. sagt ὥςπερ κατ' ἴχνη κατὰ τὰ νῠν εἰρημένα ζῆν, Phaed. 115 b. So Hom. καϑ' ἡμέτερον νόον, nach unserm Sinne, Il. 9, 108, u. öfter κατὰ μοῖραν, κατ' αἶσαν, κατὰ κόσμον, nach Gebühr, nach Schicklichkeit, wie sich's gebührt; so auch Folgde; zunächst von göttlichen od. Schicksalsbestimmungen u. Orakeln, κατὰ ϑεὸν γάρ τινα ἔτυχον καϑήμενος ἐνταῦϑα Plat. Euthyd. 272 e, vgl. Apol. 22 a; κατὰ ϑεὸν ἥκεις, nach göttlicher Schickung, Her. 8, 85; κατ' ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν Soph. O. C. 102; κατ' ὀμφὴν σὴν ἐστάλη 556; κατὰ τὸ χρηστήριον Her. 7, 178; dann: den Gesetzen gemäß, κατὰ νόμους Aesch. Suppl. 238. 385; κατὰ νόμους τοὺς ἐπιχωρίους Her. 1, 35; κατὰ τοὺς νόμους ζῆν Plat. Prot. 326 c; κατὰ νόμον, nach dem Branche, Xen. Cyr. 5, 5, 6 u. sonst oft; – κατὰ τὰς Θεμι-στοκλέους ἐντολάς, nach dem Befehle, Her. 8, 85; κατὰ τὰ παρηγγελμένα Xen. An. 2, 2, 8; κατὰ τὰ συγκείμενα, nach der Verabredung, 7, 2, 7; κατὰ τὰ συνεϑήκατο Her. 5, 112; κατὰ τὰ ἤκουον, nach dem was ich hörte, 2, 49; κατὰ τὸν σὸν λόγον Plat. Gorg. 471 a; – κατὰ νοῦν ἔχει κείνῳ Soph. O. C. 1765, wie κατὰ γνώμαν ἴδρις O. R. 1087, nach Wunsch; κατὰ τὸ εἰκός Xen. Cyr. 8, 7, 9; αἱ συνϑῆκαι, καϑ' ἃς ἐδανείσατο Dem. 25, 69. – Von der Verwandtschaft, ϑρόνους ἔχω κατ' ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων Soph. Ant. 174; κατὰ τὴν συγγένειαν Xen. An. 7, 2, 31; vgl. Thuc. 1, 95. 7, 57; προςεχόμενον αὐτῷ κατὰ τὴν μητέρα, von mütterlicher Seite mit ihm verwandt, 1, 127, wie auch Sp., z. B. App. B. C. 2, 143; – κατὰ Πίνδαρον, wie Pindar sagt, Plat. Phaedr. 227 b; καϑ' Ὅμηρον Conv. 174 c; κατὰ τὸν Θουκυδίδην Plut. Dem. 6; – οὐ γὰρ κατὰ τὸ πλεῖν κυβερνήτης καλεῖται, ἀλλὰ κατὰ τὴν τέχνην, in Beziehung auf od. danach benennen, Plat. Rep. I, 341 d, oft im Crat.; – κατὰ λόγον, im Verhältniß, s. λόγος. – In κατὰ τὸν πατέρα ἐπί. βουλός ἐστι τοῖς καλοῖς, Plat. Conv. 203 d, liegt »der Abstammung von seinem Vater nach«, väterlicherseits, wie sein Vater, so. – 7) Aehnlichkeit, Uebereinstimmung, Art u. Weise durch κατά ausgedrückt; κατὰ λοπὸν κρομύοιο, nach Art einer Zwiebelhaut, Od. 19, 233; πατέρα τε καὶ μητέρα εὑρήσεις οὐ κατὰ Μιϑριδάτην τε τὸν βουκόλον καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ Her. 1, 121, nicht nach Mithridates' Art, ganz andere Leute als Mithridates, vgl. 2, 10; Thuc. 2, 62; μέγεϑος κατὰ συκέην μάλιστα, so groß wie, Her. 4, 23; ποταμοὶ οὐ κατὰ Νεῖλον ἐόντες μεγάϑεα 2, 10; ἵνα προςείπω σε κατὰ σέ, nach deiner Art, Plat. Gorg. 467 a; κατ' ἐμαυτόν, nach meiner Art, οὐ πρὸς τοὺς ὑμετέρους λόγους Conv. 199 a; κατὰ τὸν πάππον, wie der Großvater, Parm. 176 c; ὁμολογῶ οὐ κατὰ τούτους εἶναι ῥήτωρ Apol. 17 b; – κατὰ ταὐτά, auf dieselbe Weise, Her. 6, 53; τὸ κατὰ ταὐτόν Plat. Phil. 58 a; κατὰ τί λέγοντες Soph. 222 c; κατὰ πάντα τρόπον, auf alle Weise, Xen. An. 6, 4, 30; κατὰ πολλοὺς τρόπους, auf viele Arten, Cyr. 8, 1, 46. – Aehnl. τὸ ἐμὸν δέος οὐκ ἔστι κατ' ἄνϑρωπον, ist nicht menschlich, Plat. Phil. 12 c; οὐ κατὰ χρυσίον δοκεῖ σοι εἶναι Conv. 112 c; τὸ καϑ' ἡλικίαν, dem Alter angemessen, Arist. eth. 8, 12. – Bes. ὁ κόμπος οὐ κατ' ἄνϑρωπον φρονεῖ, Aesch. Spt. 407, wie λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ ϑεὸν σέβειν ἐμέ, wie einen Menschen, nicht wie einen Gott, Ag. 899; ἃ δὴ κατ' ἄνδρα γίγνεται νεανίαν Eur. I. A. 938; u. beim comparat., wenn eine Sache in ihrem Verhältniß zu einer andern betrachtet u. dem Grade nach damit verglichen wird, das lat. quam pro, μεῖζον ἢ κατ' ἄνϑρωπον νοσεῖς, du leidest an übermenschlicher Krankheit, du leidest übermenschlich Großes, Soph. O. C. 604; τοὔργον τόδε μεῖζον ἀνήκει ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν, es geht über meine Kraft, Tr. 1025; φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρα, stolzere Gedanken hegen, als sich für einen Menschen ziemt, Ant. 764; ὅστις μὴ κατ' ἄνϑρωπον φρονεῖ Ai. 748; δοκεῖ μοι ἀμείνων ἢ κατὰ τοὺς περὶ Λυσίαν εἶναι λόγους Plat. Phaedr. 279 a, vgl. Phaed. 94 e; ταῦτα ἴσως μείζω ἐστὶν ἢ κατ' ἐμὲ καὶ σὲ ἐξευρεῖν Crat. 392 e, es geht über unsere Kräfte, ist im Vergleich mit unserer Kraft zu groß, ist zu groß, als daß wir es ausfindig machen könnten; μείζω ἢ κατ' ἄνϑρωπον Rep. II, 359 d; μείζω ἢ κατὰ δάκρυα πεπονϑότες ἤδη, mehr als daß es hinreichend beweint werden könnte, Thuc. 7, 75; πλείω ἤ κατὰ τὸ ἡμέτερον πλῆϑος Xen. Cyr. 4, 5, 40; τίς κρείττων ἢ κατ' ἄνϑρωπον; 8, 7, 2; μεῖζον φορτίον ἢ καϑ' ἑαυτὸν ἀράμενον, eine größere Last als er tragen kann, Dem. 11, 14; εἰ δέ τῳ δοκῶ μείζονας ἢ κατ' ἐμαυτὸν λέγειν λόγους 13, 18; πολλὰ κἀγαϑὰ ὑμᾶς εἰργασμένοι οὐ κατὰ τὰς Μειδίου λειτουργίας 21, 169, nicht so geringfügig wie die Leistungen des Midias; so Sp., wie Pol. τολμηρότερον ἢ κατὰ τὴν ἡλικίαν, als man es von seinem Alter erwarten sollte, 5, 18, 7, vgl. 1, 8, 5. – 8) Allgemeiner, in Rücksicht auf, σὺ δὲ ἀνὴρ καϑ' ἡμᾶς ἐσϑλὸς ὢν ἐπίστασο Soph. Ai. 1878; οὐκ ἔχω εἶπαι κατὰ τὴν Ἀμφιάρεω ἀπόκρισιν Her. 1, 49, wie κατὰ τὴν τροφὴν τῶν παίδων τοσαῦτα ἔλεγον, in Beziehung auf, über die Ernährung, 2, 3; κατὰ μὲν τὸν κρητῆρα οὕτως εἶχε, so verhielt es sich; καϑ' ὃ ἡδέα ἐστίν, ἆρα κατὰ τοῦτο οὐκ ἀγαϑά, ist es in der Beziehung, wo es angenehm ist, nicht gut, Plat. Prot. 351 c; κατὰ τί; inwiefern? 335 d; καϑ' ὅσον, insoweit, 351 c; καϑ' ὅ τι, insofern, daß, Polit. 298 c; auch mit pleonastischem εἶναι, ἐγὼ τούτοις κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ ξυμφέρομαι Prot. 317 a; κατά τι, in irgend einer Rücksicht, in irgend einem Stücke, κατὰ πάντα, in allen Stücken; τὸ κατὰ τοῦτον εἶναι Xen. An. 1, 6, 9, in Beziehung auf diesen, was ihn anbelangt. – Dah. dient es oft zur bloßen Umschreibung, die ausdrücklicher als das bloße Nomen od. ein Genitiv an alle einzelnen Beziehungen erinnern soll, τὰ κατὰ τὸν πόλεμον, der Krieg und Alles, was ihn betrifft; τὰ κατὰ τὴν πόλιν, Alles was den Staat betrifft, das Verhältniß, die Lage des Staates; λάχη τὰ κατ' ἀνϑρώπους Aesch. Eum. 300, = ἀνϑρώπων; πάντα τὰ κατ' ἀνϑρώπους, alle menschlichen Verhältnisse, alles Menschliche, 840; τὰ κατὰ τὴν μουσικὴν πάντα Plat. Gorg. 474 a; τῶν κατὰ τὸ σῶμα ἐπιϑυμιῶν, die sich auf den Körper beziehen, die leiblichen, Phaed. 82 c; τὰ καϑ' ὑμᾶς ἐλλείμματα, Fehler von eurer Seite, eure Versehen, Dem. 2, 27; τῷ καϑ' ἑαυτὸν φόβῳ, durch Furcht vor ihm, die er einflößt, 19, 2; τὰ καϑ' ἡμᾶς καλῶς ἔχει, unsere Sachen stehen gut, Xen. Cyr. 7, 1, 16. Von Sp. wird dies noch weiter ausgedehnt, τούτῳ τὸ κατὰ τὸν στόλον ἐνεχείρισεν, er trug ihm den Zug, Alles, was dazu gehörte, auf, Pol. 1, 56, 1, öfter; ὁ κατὰ τὰς ἀρχαιρεσίας χρόνος, die Zeit der Comitien, 1, 52, 2; sogar ἡ κατὰ τὸν ἥλιον ἀνατολή, πορεία, Aufgang, Lauf der Sonne, 3, 113, 1. 9, 15, 6; αἱ κατὰ τὸν Φίλιππον εὐεργεσίαι, des Philipp, 2, 48, 2; ἡ καϑ' Ἡρόδοτον ἱστορία, die Geschichte des Herodot, D. Sic., u. a. Sp. – Manche Umschreibungen der Art sind ganz adverbial geworden u. bei den einzelnen Substantiven bemerkt, κατ' ἰσχύν, kräftig, Aesch. Prom. 212, κατὰ σκότον, im Finstern, heimlich, Soph. Phil. 574, κατ' ὀρϑόν, gerade, recht, O. R. 88, κατ' ὀργήν, erzürnt, Tr. 929, καϑ' ὁρμὴν δρᾶν, eifrig, Phil. 562, καϑ' ἡσυχίαν, ruhig, κατὰ τάχος, eilig, κατὰ κράτος, mit Gewalt, wie κατὰ τὸ ἰσχυρόν, Her. 9, 2, κατὰ πόδα, sogleich, Xen. Hell. 2, 1, 20, κατὰ μέρος, abwechselnd, κατὰ φύσιν, naturgemäß, natürlich, κατὰ τύχην, zufällig, κατὰ μικρόν, κατ' ὀλίγον, allmälig, nach u. nach, κατὰ πολύ, bei weitem, u. ä.
Κατά erleidet bei Dichtern die Anastrophe, wenn es dem Casus, den es regiert, nachsteht, wie Ἀτρειδῶν κάτα, Soph. Ai. 295. 948; auch in tmesi, wenn es dem zugehörigen Verbum nachsteht, wird κάτα geschrieben, ὅτ' ἂν εὐφροσύνη μὲν ἔχῃ κάτα δῆμον, Od. 9, 6 Il. 17, 91.
Bei Dichtern, bes. den älteren Epikern, lautet das Wort auch vor Consonanten κάτ u. erleidet dann Assimilationen, so daß nicht bloß in Zusammensetzungen κάββαλε, κακκείοντες, κάλλιπε, καῤῥέζουσα, κατϑανεῖν geschrieben wird, sondern auch καγγόνυ, καδδέ, καδδύναμιν, für κὰγ γόνυ, κὰδ δέ, κὰδ δύναμιν, u. eben so κακκεφαλῆς, καμμέν u. καμμέσον, καννόμον, καππεδίον, καπφάλαρα, κάῤῥα, καττάδε, καττόν, die sämmtlich besser getrennt geschrieben werden, aber an ihrer Stelle aufgeführt sind. Vor στ u. σχ fällt auch τ aus, in καστορνῦσα, κάσχεϑε. – In καταιβάτης u. ä. hat sich die alte gedehnte Form καταί erhalten.
In der Zusammensetzung bedeutet es – 1) von oben herab, herunter, darauf, am Boden, καταβαίνω, καταβάλλω, καταπίπτω, κατάκειμαι. – 2) entgegen, gegen an, κατᾴδω, καταβοάω, u. bes. eine feindliche Thätigkeit, ein nachtheiliges Einwirken, καταγιγνώσκω, κατηγορέω, καταψηφίζομαι, ver-, miß-. – 3) Verstärkung des ursprünglichen Begriffes, er-, zer-, ver-, κατακόπτω, καταφαγεῖν, κατακτείνω, auch adj., κατάδηλος. – 4) zuweilen giebt es auch einem intr. Verbum transitive Bdtg, καταϑρηνέω, beweinen, beklagen.
-
4 κατα-σταλτικός
κατα-σταλτικός, ή, όν, geeignet zurückzuhalten, zu hemmen, hemmend, φάρμακα, Medic., wie μέλη κ. den διεγερτικὰ τῆς ψυχῆς entggstzt sind, S. Emp. adv. mus. 19.
-
5 κατα
I.I(τᾰ) praep. cum gen. или acc. (перед начальной придыхат. гласной - καθ΄; перед γ, κ, μ, ν, π, φ, ῥ, τ и θ иногда, особ. в древнем эпосе, переходит в κάγ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ; при перестановке - анастрофа: Ἀτρειδῶν κάτα Soph.)1) cum gen.(1) (сверху) вниз, с(κατ΄ Ἰδαίων ὀρέων Hom.)
καθ΄ ἵππων ἀΐξαντες Hom. — соскочив с колесниц;ἁλλόμενοι κ. τῆς πέτρας Xen. — спрыгнув со скалы(2) вниз на, в(αἰχμέ κ. γαίης ᾤχετο Hom.)
κ. χθονὸς ὄμματα πήξας Hom. — потупив очи в землю;κ. στόματος χέειν νέκταρ Theocr. — лить нектар в рот;μύρον κ. τῆς κεφαλῆς καταχεῖν Plat. — лить мирру на голову;κ. τοῦ πυρός σπένδειν Plat. — брызгать в огонь(3) на протяжении, по(κ. τῆς χώρας Polyb.)
οἱ πολέμιοι ἦκαν ἑαυτοὺς κ. τῆς χιόνος εἰς τέν νάπην Xen. — противники бросились по снегу в долину(4) в, под(καταδεδυκέναι или ἀφανίζεσθαι κ. τῆς θαλάσσης Her.; κ. γῆς γενέσθαι Xen.)
οἱ κ. χθονὸς θεοί Aesch. — подземные боги;ὅ κ. γῆς Xen. — погребенный, т.е. покойный;κ. νώτου τινός Her. — за спиной, позади, сзади;κ. προσώπου Thuc. — спереди;βαίνειν κ. ἀντιθύρων Soph. — выйти в сени(5) против, наψεύδεσθαι κ. τινος Lys. — клеветать на кого-л.;
κ. ἑαυτοῦ ἐρεῖν Plat. — говорить против, т.е. обвинять самого себя;ψῆφος κ. τινος Aesch., Eur.; — приговор в осуждение кого-л.;καθ΄ αὑτοῖν λόγχας στήσαντε Soph. — направив друг в друга (свои) копья;(λόγος) κ. Ἀλκιβιάδου Lys. — (обвинительная) речь против Алкивиада(6) за, в пользу(οἱ κ. τοῦ Δημοσθένους ἔπαινοι Aeschin.)
ὃ καὴ μέγιστόν ἐστι καθ΄ ὑμῶν ἐγκώμιον Dem. — это величайшая похвала, какую можно высказать в вашу пользу(7) в отношении, касательно, по поводу, насчет(κ. Περσῶν λέγειν τι Xen.)
σκοπεῖν τι κατ΄ ἀνθρώπων Plat. — рассматривать что-л. по отношению к людям;καθ΄ ἱερῶν ὀμνύναι Arph. — клясться священной жертвой;ὀμεῖσθαι κ. τῶν παίδων Dem. — поклясться (своими) детьми;εὐχέν ποιήσασθαι κ. χιλίων χιμάρων Arph. — дать обет насчет тысячи коз, т.е. принести в жертву тысячу коз;καθ΄ ὅλου Arst. — в целом;κ. παντός Arst. — в общем, вообще(8) в продолжение, в течение(κ. παντὸς τοῦ χρόνου Dem.)
2) cum acc.(1) в, на, поκ. πτόλιν Hom. — в городе;
κ. ῥόον Her. — вниз по течению;κ. τὸν Ἰλισσόν Plat. — вниз по (реке) Илиссу;κ. κρατερὰς ὑσμίνας Hom. — в тяжелых битвах;κ. ῥωπήϊα πυκνά Hom. — в густом кустарнике;ἥ κ. οἴκους Soph. — та, которая (находится) в доме;οἱ κ. τὸν Ἀρκαδικὸν πελτασταί Xen. — аркадские пельтасты;οἱ κατ΄ οἶκον Soph. — живущие в доме, домашние, домочадцы;κ. θυμόν или κ. φρένα Hom. — в душе, в уме;κ. πᾶσαν τέν γῆν Her. — по всей земле;κ. τὸν οὐρανόν Plat. — по небу;κατ΄ ἀγρίαν ὕλην ἀλωμένη Soph. — блуждающая по дикому лесу;κ. στῆθος βάλλειν Hom. — поразить в грудь;ὁρμᾶν κ. τινα Xen. — устремляться на кого-л.;κ. τοῦτο τὸ χωρίον γίνεσθαι Her. — прибыть в это место;ἐπεὰν κ. τοῦτο γένωμαι τοῦ λόγου Her. — когда я дойду до этого вопроса;κ. τὠυτὸ γενόμενοι Her. — сойдясь в этом вопросе, т.е. единогласно;λέγειν κ. τινα Xen. — говорить (обращаясь к) кому-л.;κ. πάντα τὰ μέλη Plat. — по всем членам, по всему телу;κ. τὰς πύλας Xen. — у ворот;κ. γῆν καὴ κ. θάλατταν Xen. — с земли и с моря;κ. βορέαν ἑστηκώς Thuc. — находящийся на севере, северный;κ. ταύτην τέν ὁδόν Soph. — по этой дороге;κ. ἴχνος Aesch. — по следу, следом;κ. στίβον Her. и κ. πόδας Thuc. — по пятам, неотступно;κ. οὖρον Soph. — с попутным ветром;παρελθεῖν κ. τινα Her. — пройти мимо кого-л.(2) (на)против, уκατ΄ ὄμματά τινι Soph. — на глазах у кого-л.;
κ. Σινώπην πόλιν Her. — у или близ города Синопа;κ. Λακεδαιμονίους Her. — лицом к лицу с лакедемонянами(3) около, приблизительно(κ. πεντήκοντα Her.)
; κατ΄ οὐδέν Her. почти ничего(4) во время, в течение, в продолжениеκ. Ἄμασιν βασιλεύοντα Her. — в царствование Амасиса;
κ. τὸν πόλεμον Her. — во время войны;κατ΄ ἦμαρ καὴ κατ΄ εὐφρόνην ἀεί Soph. — ежедневно и еженощно;καθ΄ ἡμέραν Aesch. — ежедневно;ὅ καθ΄ ἡμέραν Soph., Dem.; — ежедневный, повседневный;μίαν καθ΄ ἡμέραν Soph. — в один день;κ. φῶς Xen. — при (дневном) свете, засветло;οἱ καθ΄ ἑαυτούς Xen. и οἱ κατ΄ ἐκείνους Dem. — их современники;οἱ καθ΄ αὑτοὺς Ἕλληνες Thuc. — (лучшие) греки своей эпохи(5) ( разделительно) по(κρίνειν ἄνδρας κ. φῦλα, κ. φρήτρας Hom.; κ. κώμας κατῳκῆσθαι Her.)
καθ΄ ἑπτά Arph. — по семи;κατ΄ ὀλίγας (sc. ναῦς) Thuc. — по небольшому количеству кораблей;κατ΄ ἄνδρα αἰχμάλωτον Her. — за каждого пленника;καθ΄ ἑαυτόν Xen. — (каждый) сам по себе, поодиночке;(στρατιὰ) κ. ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Plat. — войско, разделенное на одиннадцать частей;κ. μέρος μερισθέντες Xen. — разделившись на части;κ. σμικρὸν ἀποκρίνεσθαι Plat. — отвечать на отдельные мелкие вопросы;κ. εἴδη διαιρεῖσθαι Plat. — различать по видам;κατ΄ ἕνα μαχεόμενοι Her. — сражаясь один на один;κατ΄ ἔπος βασανίζειν τὰς τραγῳδίας Arph. — разбирать трагедии слово за словом(6) ( обособительно)κ. σφέας μαχέσονται Hom. — каждый (из ахеян) будет сражаться за себя;
μόνος καθ΄ αὑτόν Soph. — только о себе;λέγων κ. σαυτόν Plat. — говоря сам, т.е. вместо собеседника;αὐτὸ καθ΄ αὑτὸ ἕκαστον Plat. — каждый элемент в отдельности;(7) ( цель) для, ради, из-заκ. πρῆξιν Hom. — ради дела, по делам;
κ. ληΐην Her. — ради добычи, т.е. для набегов;βήμεναι κ. δαῖτα Hom. — идти на пир;κ. βίου καὴ γῆς ζήτησιν Her. — в поисках пропитания и местожительства;κ. ζήτησίν τινα πέμπειν Soph. — послать кого-л. на поиски;ἦλθες κ. τί ; Arph. — зачем ты пришел?(8) ( причинность) из-за, вследствиеκ. φθόνον τινός Aesch. — из зависти к кому-л.;
κ. τήν τούτου προθυμίην Her. — по его воле;κατ΄ αὐτὸ τοῦτο Plat. — по этой самой причине;ἥ καθ΄ Ἡρόδοτον ἱστορία Diod. — история Геродота;τὸ κ. Ματθαῖον εὐαγγέλιον NT. — евангелие от Матфея(9) (образ, способ) по, согласноοὔτι καθ΄ ἡμέτερον νόον Hom. — не в соответствии с нашим мнением;
κ. μοῖραν, κ. κόσμον или κατ΄ αἶσαν Hom. — как следует, как полагается;κ. τὸν θεόν Plat. — по указанию (воле) божества;κ. νόμον Xen. — согласно обычаю;κ. τοὺς νόμους ζῆν Plat. — жить сообразно с законами;κ. τὰ συγκείμενα Xen. — согласно уговору;κ. τὰ ἤκουον Her. — как я слышал;κατ΄ ἀγχιστεῖα Soph. — по праву (на основании) близкого родства;κ. τέν μητέρα Thuc. — по материнской линии;κ. πάντα τρόπον Xen. — всеми способами;τὸ καθ΄ ἡλικίαν Arst. — соответствующее возрасту;μείζω ἢ κ. δάκρυα πεπονθότες ἤδη Thuc. — больше, чем можно было (бы) оплакать слезами;κατ΄ ἰσχύν Aesch. — сильно;κατ΄ ὀρθόν Soph. — прямо, правильно;κατ΄ ὀργήν Soph. — гневно;καθ΄ ὁρμήν Soph. — ревностно, усердно;καθ΄ ἡσυχίην Her. — спокойно(10) по словам, по мнениюκαθ΄ Ὅμηρον — по Гомеру, как говорит Гомер;
κ. τὸν Θουκυδίδην Plut. — по словам Фукидида(11) как, словноκ. λοπὸν κρομύοιο Hom. — словно луковичная кожура;
μέγεθος κ. συκέην Her. — величиною со смокву;ὁμολογῶ οὐ κ. τούτους εἶναι ῥήτωρ Plat. — соглашаюсь, что оратор я не такой, как они(12) по отношению к, касательноκ. τέν Ἀμφιάρεω ἀπόκρισιν Her. — что касается ответа Амфиарая;
καθ΄ ὅσον Plat. — поскольку;καθ΄ ὅ ἡδέα ἐστίν, ἆρα κ. τοῦτο οὐκ ἀγαθά Plat. — (существуют вещи, которые), поскольку они приятны, постольку именно и нехороши;τὸ κ. τοῦτον εἶναι Xen. — что касается его;τὸ κατ΄ ἄνθρωπον Plat. и τὰ κατ΄ ἀνθρώπους Aesch. — дела человеческие, человеческое;τὰ κ. τέν πόλιν Arst. — государственные вопросы, государственные дела;τὰ καθ΄ ἡμᾶς Xen. — наши делаIIadv.1) внизκ. δάκρυ χέουσα Hom. — роняющая слезы
2) полностью, целикомκ. ἔφαγε Hom. — (целиком) съел (обычно, однако, adv. κατά толкуется как приставка in tmesi)
ион. = καθά См. καθα, т.е. καθ΄ ἅII.in crasi = καὴ εἶτα -
6 μέλος
A limb, in early writers always in pl., Il.7.131, Pi.N. 1.47, etc. ( κατὰ μέλος is corrupt for κατὰ μέρος in h.Merc. 419); μελέων ἔντοσθε within my bodily frame, A.Pers. 991 (lyr.), cf. Eu. 265 (lyr.); κατὰ μέλη ([etym.] - εα) limb by limb, like μελεϊστί, Pi.O.1.49, Hdt.1.119;τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μέρη Pl.Lg. 795e
; μέλη ποιεῖν dismember, LXX 2 Ma.1.16: later in sg., AP9.141, Gal.UP12.3,al.;ἡ κατὰ μέλος τομή Str.2.1.30
.2 metaph.,ἐσμὲν.. ἀλλήλων μέλη Ep.Rom.12.5
, cf. 1 Ep.Cor.6.15.B esp. musical member, phrase: hence, song, strain, first in h.Hom.19.16 (pl.), of the nightingale (the Hom. word being μολπή), cf. Thgn.761, etc.;μέλη βοῶν ἄναυλα S.Fr. 699
; esp. of lyric poetry,τὸ Ἀρχιλόχου μ. Pi.O.9.1
; ἐν μέλεϊ ποιέειν to write in lyric strain, Hdt.5.95, cf. 2.135; , cf. D.H. Comp.11;Ἀδμήτου μ. Cratin.236
; μέλη, τά, lyric poetry, choral songs, opp. Epic or Dramatic verse, Pl.R. 379a, 607a, al.; [μ.] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ ib. 398d.2 music to which a song is set, tune, Arist.Po. 1450a14; opp. ῥυθμός, μέτρον, Pl.Grg. 502c; opp. ῥυθμός, ῥῆμα, Id.Lg. 656c; Κρητικόν, Καρικόν, Ἰωνικὸν μ., Cratin.222, Pl.Com.69.12,14: metaph., ἐν μέλει properly, correctly,ἐν μ. φθέγγεσθαι Pl.Sph. 227d
; παρὰ μέλος incorrectly, inopportunely,πὰρ μ. ἔρχομαι Pi.N.7.69
;παρὰ μ. φθέγξασθαι Pl.Phlb. 28b
, Lg. 696d;παρὰ μέλος λαμπρύνεσθαι Arist.EN 1123a22
, cf. EE 1233a39.3 melody of an instrument,φόρμιγξ δ' αὖ φθέγγοιθ' ἱερὸν μ. ἠδὲ καὶ αὐλός Thgn.761
;αὐλῶν πάμφωνον μ. Pi.P.12.19
;πηκτίδων μέλη S.Fr. 241
: generally, tone,μ. βοῆς E.El. 756
. [In h.Merc. 502 θεὸς δ' ὑπὸ καλὸν ἄεισεν must be read for θεὸς δ' ὑπὸ μέλος ἄεισεν, and Ἕλλησιν δ' ᾄδων μέλεα καὶ ἐλέγους is corrupt in Epigr. ap. Paus.10.7.6.] -
7 μέλος
μέλος, τό, 1) das Glied des Leibes bei Menschen u. Thieren, nur im plur.; πλῆσϑεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σϑένεος Il. 17, 211, κατὰ δ' ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων Od. 18, 69, öfter, wie Hes.; κατὰ μέλεα, gliedweis, Glied für Glied, Her. 1, 119, wie τάμον κατὰ μέλη Pind. Ol. 1, 49; ψυχὰς ἀνέπνευσεν μελέων ἀφάτων N. 1, 47; κρεωκοποῦσι δυστήνων μέλη Aesch. Pers. 455; βοᾷ μελέων ἔνδοϑεν ἦτορ 953; λύεταί μου μέλη Eur. Hec. 438, ἀσϑενῶ μέλη Or. 228, γεραιὰ ἐς πέδον τιϑεῖσα μέλη Troad. 1305, öfter; Plat. vrbdt πάντα τὰ τοῦ ϑνητοῦ ζώου μέρη καὶ μέλη, Tim. 76 e, vgl. Legg. VII, 794 d; κάμπτεσϑαι τὰ μέλη Phaed. 98 d; Arist. u. Sp. Auch in späterer Prosa, wie Plut. Coriol. 6. – 2) das Lied (wenn es von derselben Wurzel herkommt, etwa weil es aus Versfüßen, Versen und Strophen gliederweise zusammengesetzt ist) und die Sangweise, Melodie desselben; H. h. 18, 16; Theogn. 759; Pind. öfter, αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12, 19, ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1, 7; auch ἐξύφαινε Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, 4, 45, u. κρητῆρα Μοισαίων μελέων κιρνάμεν, I. 5, 2; ἔτευξα τύμβῳ μέλος, Aesch. Spt. 817, öfter; ϑρεομένη μέλη, Suppl. 108; βοῶντος ἄτης τῆςδ' ἐπίσκοπον μέλος, Soph. Ai. 955, wie μέλος γοερόν, Trauergesang, Eur. Hec. 84; μέλος εἰς Τροίαν ἰαχήσω, Troad. 515; ὑμεῖς δὲ ταῖς Μούσαις τι μέλος ὑπᾴσατε, Ar. Ran. 873; Plat. sagt Rep. III, 398 d ὅτι τὸ μέλος ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυϑμοῦ, vgl. Gorg. 502 c, εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως πάσης τό τε μέλος καὶ τὸν ῥυϑμὸν καὶ τὸ μέτρον, wo es Melodie bedeutet; bes. von lyrischen Gedichten, vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, öfter, ueben ᾠδή, II, 379 a stehen ἔπη, μέλη, τραγῳδία neben einander; ἐν μέλει φϑέγγεσϑαι, was melodisch klingt, passend, Soph. 227 d; Gegentheil παρὰ μέλος τι φϑέγγεσϑαι oder εἰπεῖν, was unmelodisch, falsch, abgeschmackt ist, Phil. 28 b Critia. 106 b.
-
8 μέλος
μέλος (-ος, -ει, -ος; -έων, -εσσιν, -η.)a limb μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη (sc. Πέλοπα) O. 1.49πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι P. 3.48
ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων of serpents N. 1.47θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.15
μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (sc. Ἡρακλέης) Πα. 2. 11. εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων sc. the soul fr. 131b. 3.bI songἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ O. 9.1
[ σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος τοιοῖσδε μέλεσσιν (v. l. βέλεσσιν) O. 9.8]γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμονἀντιάξει μελέων O. 10.84
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.4
τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται P. 2.68
( Ἀρκεσίλαν)ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.107
ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.15
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον Οἰνώνᾳ N. 4.45
δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.2
ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος[ Pae. 18.3
ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18. [ μέλος ( μέλι Wil. e Σ.) fr. 97.] καμπύλον μέλος διώκων hyporchema *fr. 107a. 3.* τροχὸν μέλος fr. 177c. ]σ' ἀγλαὸν μέλος [παρ]θενηίας ὀπὸς εὐηρ[ατ ?fr. 333a. 13.II music, of flutes.παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.19
( δελφίς) τὸν μὲν αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17.III met. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων go out of tune N. 7.69 -
9 μέλος
-ους + τό N 3 6-1-1-0-9=17 Ex 29,17; Lv 1,6.12; 8,20(bis)part, limb JgsB 19,29; τὰ μέλη the limbs Lv 8,20(secundo)κατὰ μέλη limb by limb Ex 29,17; μέλη ποιήσαντες dismembering, cutting off the limbs 2 Mc 1,16*Jb 9,28 μέλεσιν (my) bones, (my) limbs-עצמתי for MT עצבתי my sufferingssee μελίζω→ TWNT -
10 Piecemeal
adj.Limb from limb: P. κατὰ μέλη.Tear piecemeal: P. and V. σπαράσσειν (Plat.), Ar. and V. διασπᾶσθαι, διασπαράσσειν, V. ἀρταμεῖν, διαρταμεῖν, σπᾶν; see teAr.His limbs were tassed piecemeal from the ladder: V. ἐκ δὲ κλιμάκων ἐσφενδονᾶτο χωρὶς ἀλλήλων μέλη (Eur., Phoen. 1182).met., in detail: P. καθʼ ἕκαστον.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Piecemeal
-
11 ὅτι
a causal conj., because c. ind.ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον, ἀθάνατους ὅτι κλέψαις ἁλίκεσσι συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.60
κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν, ὅτι πλείσταισι αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
καλέσαντο συνεργὸν τείχεος, ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον O. 8.33
δάμασε καὶ κείνους, ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατόν O. 10.31
αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι ἐπέμειξε, ὅτι τε ἐπειρᾶτο ( ὅτι Hermann: ὅτι τ codd.) P. 2.31ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν, ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον P. 2.73
τὸ μέν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσὶ μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι εὖχος ἑλὼν δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.15
—20. ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ, γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν P. 8.58ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.69
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.46
μή νυν, ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες, μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.43
ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος, ὅτι τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.40
καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.5
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτ[ι], Μοῖσαι, πάντα, τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν (supp. Jurenka) Πα... γέ[ρον]θ' ὅ[τι] Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (supp. Turyn)Πα.. 113. ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον], γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες ὅτι ξένοι ἔφθινον Pae. 8.76
b introducing indir. statement, that c. ind.ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη τραπέζαισι τ' διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.48
εἰ δέ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι θανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.57
ὄφρ' υἱὸν εἴπῃς ὅτιοἱ νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.22
εὖ οἶδ' ὅτι Χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43
στεῖχ' ἀπ Αἰγίνασδιαγγέλλοισ ὅτι Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον N. 5.3
μνάσθηθ' ὅτι τοι ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140. 62 (36).c frag., dub. ]ἔμαθον δ' ὅτι μοῖραν[ Πα. 13. c. 5. [ ὅτι πεδαθέντα (codd.: ὅτι del. Hermann) Θρ. 3. 10.] -
12 μάχαιρα
μάχαιρα, ἡ (mit μάχη zusammenhangend), bei Hom. nur ein großes Schlachtmesser, wie nach Aristarch. (Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 89) in den Schol. bemerkt wird, welches nach Il. 3, 271, ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν, ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰέν ἄωρτο, ἀρνῶν ἐκ κεφαλέων τάμνε τρίχας, neben der Schwertscheide hing und beim Schlachten der Opferthiere gebraucht wird, wie Il. 19, 252, auch dazu dient, den in der Hüfte steckenden Pfeil herauszuschneiden, 11, 844; deshalb verwarf Aristarch. die Verse Il. 18, 597, wo es von Tänzern heißt οἱ δὲ μαχαίρας εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων, doch konnten ja die Tänzer eben Messer, Dolche statt der Schwerter führen, vgl. Spitzner zur Stelle. Ein Messer zum Zerlegen des Fleisches ist es Her. 2, 61, vgl. 41; wie es der Koch hat, Dem. 25, 46. So Pind. μαχαίρᾳ τάμον κάτα μέλη, Ol. 1, 49, wie Φρίξου μάχαιραι, P. 4, 242; ὀξύστομος, Eur. Suppl. 1205; οὐκοῦν κοπίδας ϑήξεις μα χαίρας, Cycl. 241; τὰ μέτωπα κόπτονται μαχαίρῃσι, Her. 2, 61; ein Schwert ist es 7, 225; μαχαίρᾳ ἂν ἀμπέλου κλῆμα ἀποτέμοις, Plat. Rep. I, 353 a; von einem Tanze der Kunstspringer ἐς μαχαίρας κυβιστᾶν Euthyd. 294 e, wie Xen. Hem. 1, 3, 9, wo man an kleinere Dolche zu denken hat. Xen. de re equ. 12, 11 macht einen Unterschied zwischen ξίφος u. μάχαιρα u. nennt letztere auch κοπίς, sie ist leicht gekrümmt, zum Hiebe besser geeignet als das gerade, zum Stich gebrauchte ξίφος; so Sp. – Bei Ar. Ach. 814, κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ, scheint es das Scheermesser zu bedeuten; μ. κουρίς Cratin. bei Poll. 10, 140, κουρική Plut. Dion. 9; – διπλῆ μάχαιρα ist die Scheere, Poll. 2, 32, vgl. μαχαιρίς. – Bei Plut. de fluv. 10, 5 auch der Name eines Steines.
-
13 ἱερεῖον
ἱερεῖον, τό, ion. u. ep. ἱερήϊον, das Opferthier u. übh. Schlachtvieh; Il. 22, 159 Od. 14, 250; 11, 23 von Opfern für Todte, wofür nach den Schol. ἔντομον oder τόμιον gebräuchlicher war; Ar. Lys. 84; οὐχ ἱερεῖα, ἀλλὰ ϑύματα ϑύουσιν Thuc. 1, 126; κατὰ μέλη αὐτὰς οἷον ἱερεῖον διαιρώμεϑα Plat. Polit. 287 c; τὰ ἱερεῖα, Schlachtvieh, wie z. B. Xen. An. 4, 4, 9 unter ἐπιτήδεια aufgeführt wird ἱερεῖα, σῖτον, οἴνους, ὄσπρια; Cyr. 1, 4, 17 u. sonst; denn beim Schlachten eines Thieres wurde immer auch den Göttern geopfert.
-
14 τεμνω
эп.-ион.-дор. τάμνω (fut. τεμῶ, aor. 2 ἔτεμον - ион. и дор. ἔτᾰμον, эп. τάμον, pf. τέτμηκα; pass.: fut. τμηθήσομαι, aor. ἐτμήθην, pf. τέτμημαι)(реже med.)
1) резать(Aesch., Plat.; οἱ ἰατροὴ καίουσι καὴ τέμνουσιν Xen.)
τὸ τέμνον Plat. — режущий предмет;τόμον τ. Plat. — делать надрез2) вырезывать, извлекать оперативным способом(βέλος ἐκ μηροῦ Hom.)
3) разрезать, разрубать(ἰχθῦς Her.)
οἱ πρόσθεν ὀδόντες οἷοι τ. Xen. — передние зубы, приспособленные к разрезанию4) вырезывать(ἱμάντας ἐκ δέρματος Her.)
5) отрезывать, отрубать(κεφαλέν ἀπὸ δειρῆς Hom.; κάρα τινός Aesch.)
6) срезывать, обстригать(τρίχας ἐκ κεφαλέων Hom.; τὸν πλόκον Soph.)
τρίχας ἐτμήθην Eur. — я обстриг себе волосы7) рубить(δένδρεα Hom.; ὕλην Thuc.)
8) нарезать, крошить, т.е. приготовлять(φάρμακον Plat.)
9) вырубать, ломать, т.е. добывать(λίθον Plat.)
10) обтесывать(δούρατα μακρά Hom.)
11) поражать, ранить(χρόα χαλκῷ Hom.)
ξιφουλκῷ χειρὴ πρὸς δέρην τεμών Aesch. — пронзив горло вооруженной мечом рукой12) кастрировать, оскоплять(ἐρίφους Hes.)
13) зарезывать, закалывать(κάπρον Διΐ Hom.)
τ. σφάγιά τινα Eur. — закалывать кого-л. в жертву14) скреплять жертвоприношением, освящать жертвойὅρκια τ. Hom. — произносить (взаимные) клятвы, заключать договор;
τ. ὅρκια περί τινος πρός τινα Polyb. — заключать договор о чем-л. с кем-л.15) клятвенно обязываться, заключать договорτ. τινὴ μένειν αἰεὴ τὸ ὅρκιον Her. — заключать с кем-л. договор о нерушимости клятвы (обязательства)
16) прорывать, прокапывать(τέλσον ἀρούρης Hom.; ὁχετούς Plat.; διώρυχες τετμημέναι Plat.)
17) прокладывать, проторять(ὁδούς Thuc.)
ὥστε οὐ τετμημένων τῶν ὁδῶν Her. — так как дороги не были проложены (ср. 18)18) рассекать, бороздить, т.е. проходить(πέλαγος Hom.)
βαθὺν ἠέρα τ. HH. — проноситься сквозь густой туман;ἐν ἄστροις οὐρανοῦ τ. ὁδόν Eur. — совершать свой путь среди небесных светил (ср. 17);19) рассекать, разделять(τ. δίχα или διχῇ Plat.)
μέσην τ. Λιβύην Her. — (о Ниле) пересекать Ливию посредине;Ἀργείας ὅρους γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς τ. Eur. — (о реке Танай) отделять рубежи Аргивской земли от земли Спартанской20) мат. делить(ἀριθμὸν τ. τινί, ἑπτὰ μέρη τεμόμενος Plat.)
21) разбивать, классифицировать(τέν δίποδα ἀγέλην Plat.)
22) выделять (в качестве надела), отводить(τεμενός τινι Hom.)
23) разорять, опустошать(γῆν Her.; ἀγρούς Plat.)
τῆς γῆς τ. Thuc. — разорять какую-то часть страны24) уничтожать на корню(τὸν σῖτον Xen.)
25) отсекать, т.е. отражать, отбивать(κίνδυνον σιδάρῳ Eur.)
26) решать, определять(τέλος μαχᾶν Pind.)
-
15 μάχαιρα
1 curved swordμαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη O. 1.49
ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι (sc. δέρμα λαμπρόν) P. 4.242τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον N. 4.59
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ (οἱ ποιηταὶ συμφωνοῦσι, τελευτῆσαι μὲν αὐτὸν, sc. Νεοπτόλεμον, ὑπὸ Μαχαιρέως: Σ: v. Wil., 130̆{1}) N. 7.42 -
16 τάμνω
a cut up μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη (sc. σε) O. 1.49b cut, carveγέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.33
c cut, stab ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει (“feriendo cruentavit,” Madvig) I. 4.36d cleave water, of ships καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἰονίαν τάμνων θάλασσαν (Mommsen: τέμνων codd.) P. 3.68 met., αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες (τὸ δὲ τάμνοισαι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν νεῶν εἴληπται· ὥσπερ γὰρ αἱ νῆες τρέχουσιν, οὕτως καὶ αἱ τῶν ἀνθρώπων ἐλπίδες ἀνὰ πολλὰ πράγματα φέρονται Σ.) O. 12.6e cut, carve μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἐκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (Schr.: τέτμηνθ codd., def. Forssman, 158) I. 6.22f decideἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.57
-
17 τε
τε A1 connective,a joining words and phrases.ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38
νέκταρ ἀμβροσίαν τε O. 1.62
βίαν παρθένον τε O. 1.88
ταχυτὰς ποδῶν ἀκμαί τ' ἰσχύος O. 1.96
ἔρεισμ' Ἀκράγαντος εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον O. 2.7
Πυθῶνι Ἰσθμοῖ τε O. 2.50
Κύκνον Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα O. 2.83
ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ( τιθέμεν coni. Hermann) O. 2.97 ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθ-λων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
πόνος δαπάνα τε O. 5.15
ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ O. 6.40
ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
λύραι μολπαί τε O. 6.97
τῶνδε κείνων τε O. 6.102
Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν O. 7.14
πελώριον ἄνδρα πατέρα τε O. 7.17
ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα O. 7.52
τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε O. 7.89
παῖς ὁ Λατοῦς εὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31
Θέμις θυγάτηρ τε O. 9.15
πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν O. 9.40
Πύρρα Δευκαλίων τε O. 9.43
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66
υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ O. 9.83
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ' Ἐλευσὶς O. 9.98
ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37
σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.59
ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18
Εὐνομία κασιγνήτα τε O. 13.6
σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37
Μοίσαις Ὀλιγαιθίδαισίν τ O. 13.97
Δὶ Ἐνυαλίῳ τ O. 13.106
στεφάνοισι ἵπποις τε P. 1.37
ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (cf. A. 4. a infra) P. 1.70ἀνδρῶν ἵππων τε P. 2.2
παρθένος ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32
Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ P. 4.3
Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66
νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
“ ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.162Ζήταν Κάλαίν τ P. 4.182
δήσαις ἐμβάλλων τ P. 4.235
πάχει μάκει τε P. 4.245
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.72
[θ (codd.: om. byz.) P. 5.100] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (bis) P. 5.102νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.111
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15
στεροπᾶν κεραυνῶν τε P. 6.24
[τίνα πάτραν, τίνα τ' οἶκον (τ del. Boeckh) P. 7.6κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.18
ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20
“ κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων” P. 9.48καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70
παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ P. 9.96
τέλος ἀρχά τε P. 10.10
θαλίαις εὐφαμίαις τε P. 10.35
ἐν καὶ παλαιτέροις νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59
ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12
τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον P. 11.26
ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος P. 11.55
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε P. 12.4
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
Σερίφῳ λαοῖσί τε P. 12.12
ἅρμα Νεμέᾳ τ N. 1.7
θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε N. 1.56
στεφάνων ἀρετᾶν τε N. 3.8
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα N. 3.19
Αἰακῷ γένει τε N. 3.28
κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων N. 3.51
τετραορίας ἥροάς τ N. 4.29
τεθμὸς ὧραί τ N. 4.34
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε N. 5.8
Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος N. 5.44
ἀφνεὸς πενιχρός τε N. 7.19
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (supp. Hermann: τε om. codd.) N. 7.22τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86
ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99
τρὶς τετράκι τ N. 7.104
Διὸς Αἰγίνας τε N. 8.6
πάτρᾳ Χαριάδαις τ (Sandys: τε codd.) N. 8.46τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22
σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε N. 10.12
ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23
Θρασύκλου Ἀντία τε N. 10.40
ποδῶν χειρῶν τε (Er. Schmid: ποδῶν τε χειρῶν (τε) codd.) N. 10.48θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
Ἀρισταγόραν πάτραν τ N. 11.20
κωμάσαις ἀνδησάμενός τε N. 11.28
αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
καὶ τόθι κλειναῖς τ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk, om. codd.: καὶ τόθι. κλειναῖς δ coni. Heyne) I. 2.19φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (? c. τε v. 55) I. 4.57 διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε τρίταν (τε supp. Hermann, om. codd.) I. 4.71Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ I. 5.33
Αἰακοῦ παιδῶν τε I. 5.35
Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα I. 6.6
Ἀίδαν γῆράς τε I. 6.15
Κλωθὼ κασιγνήτας τε I. 6.17
αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.33
Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε I. 8.1
υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες I. 8.25
Ζεὺς ἀγλαός τ' ἔρισαν Ποσειδὰν I. 8.27
Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν I. 8.56
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ, ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ ἀέθλων (bis) I. 9.7—8. Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ fr. 2. 2.Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Pae. 1.6
Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε Pae. 4.41
κεραυνῷ τριόδοντί τε Pae. 4.43
πλούτου πειρῶν μακάρων τ ἐπιχώριον τεθμὸν ἀπωσάμενος Pae. 4.46
ἔταις τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε Pae. 6.56
τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.78
καλάμῳ μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37
κρόταλ αἰθομένα τε δαὶς Δ. 2. 1. στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα Παρθ. 2. 1. Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2.. ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. πέλλαι πίθοι λτ;τε> (supp. Schwartz: τε om. codd. Plutarchi) *fr. 104b. 5.* ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τε> (supp. Boeckh, om. codd. Plutarchi) Θρ... τερπνῶν χαλεπῶν τε fr. 131b. 4. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἄνακτι πατρί τε fr. 140a. 64 (38). πόντον ὠκείας τ' ῥιπάς fr. 140c. 2. μένω[ν Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (τε in lacuna add. Snell) fr. 169. 48. ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ fr. 220. 3. θεὸν ἄνδρα τε fr. 224. κάπρων λεόντων τε fr. 238. where τε joins words in apposition,ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον P. 5.56
πρόσθα μὲν ἶς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον ( τε ποταμου ροαι Π: ποταμοῦ del. Wil.) fr. 70. 2.διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων κῶμόν τ P. 3.73
where the coordination is irregular, cf. A. 4 infra,Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς P. 12.9
παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2
Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν fr. 42. 3. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν (τε om. codd. nonnulli) fr. 75. 10.b joining clauses χρυσέαισί τ' ἄν ἵπποις (Er. Schmid: κἀν, ἀν codd.) O. 1.41ὃς Ἕκτορα σφᾶλε Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82
κολλᾷ τε O. 5.13
αἰτήσων πόλιν δαιδάλλειν, σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας O. 5.21
ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
( Ἑρμᾶν)ὃς ἔχει Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν P. 3.4
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι δέρμα τε ἄγειν” P. 4.161, cf. P. 4.294 ὅτι μοι ὑπάν-τασεν μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν N. 9.54
εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰν σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν I. 6.12
οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ζηνί τε ἅδον (Er. Schmid: θ' ἅδον cod.) 1. 8. 18. with irregular coordination,ὕμνον κελάδησε ὅρμον στεφάνων πέμψαντα Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ Ἀμφιτρύωνος κτἑ N. 4.19
, cf. N. 5.26, A. 4 infra.c joining sentences [ τέκε τε (byz.: ἃ τέκε codd.: ἔτεκε Boehmer) O. 1.89]Σικελίας τ O. 2.9
Ἀχιλλέα τ O. 2.79
μετάλλασσέν τε O. 6.62
O. 8.19εὐφράνθη τε O. 9.62
Ἄργει τ' ἔσχεθε O. 9.88
ὁπᾷ τε O. 10.11
μέλει τε O. 10.14
δέξαι τε (δὲ v. l.) O. 13.29Νέμεά τ O. 13.34
ὅσσα τε O. 13.43
εὗρεν δεῖξέν τε O. 13.75
ἀλαθής τε O. 13.98
τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103
κλέπτει τε P. 3.29
ἕδνα τε P. 3.94
κυλινδέσκοντό τε P. 4.209
λιτάς τ P. 4.217
καταίνησάν τε P. 4.222
ἔν τ' ὠκεανοῦ P. 4.251
Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος P. 4.270
εὐθύτονόν τε P. 5.90
τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50
ἅρπασ, ἔνεικέ τε P. 9.6
“ στάξοισι θήσονταί τε” P. 9.63ὁδοί τε P. 9.68
ἄφωνοί θ P. 9.98
στρατῷ τ P. 10.8
χαίρει γελᾷ θ P. 10.36
δάφνᾳ τε P. 10.40
ἔπεφνέ τε P. 10.46
ἀδελφεοῖσί τ P. 10.69
μάντιν τ' ὄλεσσε (perhaps with μέν v. 31) P. 11.33κατένευσέν τε N. 1.14
ἰδίᾳ τ N. 3.24
κάπρους τ N. 3.47
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57
πίτναν τ N. 5.11
φράσθη κατένευσέν τε N. 5.34
τόλμαν τε N. 7.59
ἔν τε δαμόταις N. 7.65
πατρί τ (codd.: δ Heyne e Σ.) N. 10.12εἶδ' Ἀπόλλων μιν πόρε τ I. 2.18
ἁδυπνόῳ τε I. 2.25
πέλονται ἔν τ' ἀγωνίοις I. 5.7
ὔμμε τ I. 6.19
εἶπέν τε I. 6.51
τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65
υἱοῖσί τε I. 6.68
φέρει γὰρ ἄγει τ I. 7.22
μάτρωί τ I. 7.24
ἔσσυταί τε I. 8.61
ἀμφί τε Pae. 2.97
ἐρικυδέα τ' Pae. 5.39
ἔκλαγξέ θ (G—H: τε Π.) Πα. 8A. 10.Εὐρίπου τε Pae. 9.49
ἀλκάεσσά τε Δ. 2. 1. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν fr. 75. 2. Διόθεν τε fr. 75. 7. ἐναργέα τ fr. 75. 13. τελευταί τε fr. 108a. 4.2 in enumeration,a AB τε C τε (D τε)ἕδος νέμων, ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13
ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74
ὅ τ' ἐν Ἄργει τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἀγῶνές τ Πέλλανά τ· Αἰγίνᾳ τε ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.83
—6.ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν Πυθοῖ τ μηνός τε O. 13.38
ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα Θαλία τ O. 14.14
—5.Ζηνὸς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε P. 4.172
ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ P. 4.240
ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν P. 4.251
—2.ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ ἔν τε σοφοῖς P. 4.294
—5.νέμει, πόρεν τε κίθαριν, δίδωσί τε μυχόν τ' ἀμφέπει P. 5.65
ἔν τε πέφανταί θ' ὅσαι τ θεός τε P. 5.114
—7.Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας μυχῷ τ ἐν Μαραθῶνος, Ἥρας τ ἀγῶν δάμασσας ἔργῳ P. 8.78
—80.παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.14
παρὰ Κασταλίαν τε πόντου τε γέφυρ' βοτάνα τε N. 6.37
—42.παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον, Μοίσαισί τ ἔδωκ ἀρόσαι N. 10.25
—6. “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” N. 10.84Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν I. 1.32
ναίει τετίματαί τε Ἥβαν τ' ὀπυίει I. 4.59
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τεκώμων Εὐθυμένει τε I. 6.58
αἵμασσε γεφύρωσέ τ' Ἑλέναν τ ἐλύσατο I. 8.51
στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ Δ. 2. 13. τότε βάλλεται ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται, ἀχεῖ τ ὀμφαὶ οἰχνεῖ τε χοροί fr. 75. 16—9 in apposition,βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6
—7.b AB τε καὶ C ( καὶ D)ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96
χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6—7. “ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν” P. 4.49Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλόν κελαδήσετ P. 11.9
Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων N. 3.84
πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καὶ Ahlwardt: τε codd.) N. 4.62—4.Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας N. 7.78
σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν I. 1.56
c AB τε C τε καὶ Dἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς O. 5.11
—12.τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δὶς κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ καὶ κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.81
—3.d miscellaneous τε, καὶ connections Ἄργει θ (δ v. l.)ὅσσα ὅσα τ' Πέλλανά τε καὶ Σικύων καὶ Μέγαῤ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ἅ τ Εὔβοια O. 13.107
—112.Ζῆνα καὶ ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ εὔφρονα καὶ μοῖραν P. 4.194
—6.3 in anaphora [ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδέν τέ μιν (δέ coni. Hermann) O. 9.32]ἐκ πόντου ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων P. 4.162
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.15
χάλκεοι μὲν τοῖχοι, χάλκ[εαί] θ ὑπὸ κίονες ἔστασαν Πα. 8. 68, cf. O. 9.94, [N. 1.37]4a where τε is irregularly connective, almost καὶ ταῦτα. (for irregularly positioned τε, v. A. 1. a, b, sub fin.; μέν τε; B. b.; D: cf. Schr., Pyth. Comm., on P. 1.75) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα, πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἔδειξεν ἅπασαν codd.) P. 6.46ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
cf. P. 1.70ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
b where τε is inclusive rather than connective τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ Σ: v. W. Schulze, Q. E., 416; Kl. Schr., 325) I. 5.19c in hendiadysἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ P. 4.94
d and, in particularἘμμενίδαις Θήρωνί τ O. 3.39
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
[e dub. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὥς τ' οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (τ del. Hermann, edd. plerique) N. 1.37] B τε τε combined, where the first τε is not connective.a joining words, phrases, sentencesδίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
Τυνδαρίδαις τε χρύσεον ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἐλένᾳ O. 3.1
αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.18
ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε O. 6.23
ἑορτάν τε τεθμόν τε O. 6.69
[O. 7.5, v. B. b. infra]πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6
σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68
ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93
ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.103
Τερψίᾳ θ' Ἐριτίμῳ τ (θ om. codd. nonnulli.) O. 13.42μῆτίν τε γαρύων πόλεμόν τ O. 13.50
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ P. 1.18
“ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβίᾳ P. 9.13
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
Αἰγίνᾳ τε γάρ, φαμί, Νίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (codd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47—9.ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε P. 12.13
—4.ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11
οἴκοι τ' ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.45
—6.πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοί ὕβριος I. 4.8
ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο, χαλκέῳ τ Ἄρει ἅδον I. 4.14
—5.ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τεμορφάεις I. 7.22
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.35
Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας I. 8.67
Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Πα. 7B. 15. θεοί· πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 6.b with irregular coordination ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη, τραπέζαισί τ' διεδάσαντο (τε = σε, Christ, Wackernagel) O. 1.48 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας ( παρέστασ' ἔν coni. Peek, Phil., 1958, 319) O. 6.42συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις O. 7.5
ἔχω καλά τε φράσαι, τόλμα τε ὀρνύει λέγειν O. 13.11
ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
“ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” ( Ἄρει χεῖρας ἐναλ. codd., transp. Hermann, τ add. Boeckh) I. 8.37ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ I. 8.57
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε] ἔρριψεν ἑάν τ ἔφανεν φυὰν (ἄειρ[ε νέᾳ τε] e. g. Snell) Πα. 2. 1. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώταις ἐπὶ νίκαις (deest τε alterum propter lacunam) Παρθ. 2.. ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς, ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 16—8.c in apposition.δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' ὥς τ O. 13.75
—6.τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν P. 4.175
ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11
—12. μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότατ' ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54
d in anaphora ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 87—9, cf. O. 13.75—6.e in enumeration,τε τε τε νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11
—2. C τε in combination with other particlesaτε δέ, ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο P. 4.80
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.11
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29
—30. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τεῖρε δὲ fr. 169. 26—9.b τε δὲ τε, τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. 1.c δὲ τε δέ, v. δέ, N. 5.51—4.dτε οὐδέ, Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36
cf. οὔτε οὐδέ.eοὔτε τε οὐ, ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
[f dub., τε ἤ, Δί λτ;τεγτ; μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (supp. Hermann: Διὶ μισγ. codd.: Ζηνὶ μισγ. Tricl.) I. 8.35]g τε ἠδέ, καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.aνέοις ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου O. 2.44
ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ' ὠδῖνός τ ἐρατᾶς ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil., Snell) O. 6.43ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.86
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.4
ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ O. 14.18
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294
ἐν δίκᾳ τε N. 5.14
παρὰ Κασταλίαν τε N. 6.37
ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ὑπὲρ πολλῶν τε N. 9.54
ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν I. 8.58
]ἐν δαιτί τε Πα. 13. a. 21.b after art.τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56
τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 43.c after voc. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh) O. 9.112d v. also A. 1. a, b sub. fin.; A. 4; B. b.; μέν τε. E fragg.θεᾶς θ' Pae. 3.15
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
φωνᾷ τά τ ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83
ἥρωί τε βω[ Πα. 13. a. 1. ]ιόν τε σκόπελον Δ. 3. 1. ]ς τε χάρμας Δ. 3. 13. ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. ]αν λέχεα τ ἀνα[γ]καῖα δολ[ Δ.. 1. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]σι τε ῥοδ[ Δ. 4. c. 2. χάριτάς τ fr. 128. 1. ]ισσαι τε φιλοφροσύναι Θρ.. 1. ]ν ὀρθαι τε Θρ.. 1. ἐπερχόμενόν τε *fr. 140c. 1* λιπαρᾶν τε fr. 196. κακόφρονά τ fr. 211. ξεινοδόκησέν τε fr. 311. Φερσεφόνᾳ ματρί τε ?fr. 346c. 1. -
18 μελίζω
V 1-7-1-0-0=9 Lv 1,6; Jgs 19,29; 20,6to dismember, to cut in pieces 1 Kgs 18,23μελιοῦσιν αὐτὸ κατὰ μέλη they shall cut it up into its parts (semit., rendering MT אתה ונתח לנתחיה) Lv 1,6, cpr. Jgs 19,29(→διαμελίζω, ἐκμελίζω,,) -
19 διαρταμέω
διαρτᾰμέω, strengthd. for ἀρταμέω,A cut limb-meal, A.Pr. 1023, Anaxandr.6; διαρταμῶντες (as if from - αρταμάω) [σώματα] κατὰ μέλη is cj. in Ph.2.564.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαρταμέω
-
20 τέμνω
τέμνω (A), [dialect] Ion., [dialect] Dor., and [dialect] Ep. [full] τάμνω, Il.3.105, al. ( τέμνω once in Hom., Od.3.175), Hdt.2.65, Democr.263, Hp.Acut.22, SIG1026.20 (Cos, [voice] Pass.), cf. ἀποτέμνω, διατέμνω: [ per.] 3sg. [tense] pres. [full] τέμει only in Il. 13.707 ([ per.] 2sg. τέμεις prob. in Epigr. ap. Suid.A s.v. βοῦς ἕβδομος): τέμνω is f.l. in Pi.P.3.68 and v.l. in O.13.57, cf. τάμνω ib.12.6, B.5.17, 16.4, but is the only [dialect] Att. [tense] pres., Th.3.26, IG12.76.56, etc. (v. also τμήγω): Iterat.τέμνεσκον A.R.1.1215
, Q.S.6.217: [tense] fut. , Th.1.82, etc.; [dialect] Ion.τεμέω Hp.Jusj.
: [tense] aor. [dialect] Ion. and [dialect] Dor. ἔτᾰμον, [dialect] Ep. τάμον, Il.3.292, al., SIG4.10 (Cyzicus, vi B.C.), Pi. N.3.33, Hdt.7.132; [dialect] Ep. inf.ταμέειν Il.19.197
; [dialect] Att.ἔτεμον Th.6.7
, IG22.1666A8, etc.: [tense] pf. , ([etym.] ἀπο-) Pl.Men. 85a; [dialect] Dor.[ per.] 3sg.τετμάκει Archim.Con.Sph.22
,26; [dialect] Ion. and [dialect] Ep. part. (in pass. sense) τετμηώς A.R4.156:—[voice] Med., [tense] fut. τεμοῦμαι ([etym.] ὑπο-) Ar. Eq. 291 (lyr.), X.Cyr.1.4.19, etc.: [tense] aor. ἐταμόμην, inf.ταμέσθαι Il.9.580
; [dialect] Att. ([etym.] ἀπ-), Luc.Pr.Im.24:—[voice] Pass., [tense] fut.τμηθήσομαι Arist.LI 968b17
; [dialect] Dor.τμα- Archim.Aequil.2.2
; alsoτετμήσομαι Philostr.VA4.24
, ([etym.] ἐκ-) Pl.R. 564c: [tense] aor. , Th.2.18, etc.; [dialect] Dor.ἐτμα- Archim.Con.Sph.11
: [tense] pf.τέτμημαι Od.17.195
, Th.3.26, etc.; [dialect] Dor.τετμα- Archim.Con.Sph.12
(τετμη- Pi.I.6(5).22
codd.):— cut, in Hom. and elsewhere usu. of particular kinds of cutting (v. infr.); generally, ὀδόντας οἵους τέμνειν fit for cutting, X.Mem.1.4.6; τοιοῦτον τμῆμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει; Pl.Grg. 476d.2 cut, wound, maim,ἀλλήλων ταμέειν χρόα χαλκῷ Il.13.501
, 16.761; πρὸς δέρην τ. wound her in the neck, A.Eu. 592; οἱ στενοὶ (sc. τελαμῶνες) τέμνουσι narrow bandages cut the patient, Sor.1.83.3 of a surgeon, cut,ἐκ μηροῦ τ. βέλος Il.11.844
;τ. τὰν κοιλίαν IG42(1).122.40
(Epid., iv B.C.); τὴν χεῖρα (in blood-letting) Gal.16.810: abs., use the knife, as opp. to cautery ([etym.] κάειν), ἤτοι κέαντες ἢ τεμόντες A.Ag. 849
, cf. X.An.5.8.18, Pl.Grg. 456b, 480c, 521e, etc.:— [voice] Pass., to be operated upon, Hp.Aph.7.44, Pl.Grg. 479a.5 prune vines, LXX Le.25.3, cf. Is.5.6 ([voice] Pass.); cut, i.e. gather, herbs, Dsc.3.132 ([voice] Pass.).II cut up, cut to pieces, of animals, Il.9.209; τ. μελεϊστί, διὰ μελεϊστί, κατὰ μέλη, 24.409, Od.9.291, Pi.O.1.49;τ. ἰχθῦς Hdt.2.65
, cf. 3.42, etc.:—[voice] Med.,ταμνομένους κρέα πολλά Od.24.364
.b slaughter, sacrifice,ταμέειν Διί τ' Ἠελίῳ τε Il.19.197
; σφάγια τ. E.Supp. 1196:—[voice] Pass.,σφάγια τέμνεται Id.Heracl. 400
.2 ὅρκια τάμνειν sacrifice in attestation of an oath, and hence, take solemn oaths, Il.2.124, Od.24.483, etc. (also in late Prose, as Plb.21.24.3, 21.32.15, al.); , etc.; θάνατόν νύ τοι ὅρκι' ἔταμνον I made a truce which was death to thee, 4.155; ἐπὶ τούτοισι τ. ὅρκιον on these terms, Hdt.7.132; without ὅρκιον, τ. τισὶ μένειν τὸ ὅρκιον make a covenant that.., Id.4.201; alsoσπονδὰς τέμωμεν E.Hel. 1235
; ἆρα φίλιά μοι τεμεῖ; Id.Supp. 376 (lyr.):—[voice] Med., of two parties,ὅρκια τάμνεσθαι Hdt.4.70
.3 φάρμακον τέμνειν cut or chop up a plant for purposes of medicine or witchcraft, Pl.Lg. 836b: metaph., ib. 919b, Ep. 353e: hence πόρον or ἄκος τέμνειν contrive a means or remedy, A.Supp. 807 (lyr., dub.l.), E.Andr. 121 (lyr.).4 divide, of a river, μέσην τ. Λιβύην cut it in twain, Hdt.2.33, cf. E.El. 411; of a mountain-chain, D.P.340, 890; τ. δίχα cleave in two, Pl.Smp. 190d:-[voice] Med., ἑπτὰ μέρη τεμόμενος having divided it into seven parts, Id.Lg. 695c:—[voice] Pass.,γραμμὴ δίχα τετμημένη Id.R. 509d
; τετμημένος ἐξ ἑνὸς δύο cut from one into two, Id.Smp. 191d.b διὰ τῆς δριμυφαγίας εἰ καὶ τὸ πάχος τέμνοιτο τοῦ γάλακτος were to be diluted, thinned, Sor.1.98;ἡ τῆς πτισάνης [ὕλη] τ. καὶ ὑγραίνει τὰ τῆς ἀναπτύσεως δεόμενα Gal.15.507
, cf. 6.352, 14.742; , cf. Vict.Att.1, al.5 divide logically,τ. δίχα Pl.Phlb. 49a
, Plt. 287b; τ. τὸν ἀριθμὸν ἀρτίῳ καὶ περιττῷ into even and odd, ib. 262e, cf. 266e, al.; εἰς δύο μέρη τέμνουσι [ τὴν πραγματείαν] Sor. 1.1:—[voice] Pass.,διχῇ τέμνεσθαι Pl.Sph. 223c
.III cut off, severἐκ κεφαλέων τρίχας Il.3.273
;κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς 18.177
;δρακόντοιν κάρα A.Ch. 1047
, cf. S.Ph. 619;λαιμούς τινος Ar.Av. 1560
; πλόκον, φόβας, βόστρυχον, S.Aj. 1179, El. 449, 901 ([voice] Pass.), etc.;τράχηλον σώματος χωρίς E.Ba. 241
; Ὕδραν τ. Pl.R. 426e: with double acc., ἐρινεὸν ὀξέϊ χαλκῷ τάμνε νέους ὄρπηκας cut the branches off the fig-tree, Il.21.38 ( ἐρινεοῦ cj. Agar):—[voice] Pass., τρίχας ἐτμήθην had them cut off, E.Tr. 480.2 part off, mark off,τέλσον ἀρούρης Il.13.707
;τέμενος 6.194
; so in [voice] Med., 9.580; also τάμνοντ' ἀμφὶ βοῶν ἀγέλας they cut them off, surrounded them, 18.528.IV cut down, fell, of trees and timber, δένδρεα, δρῦς, φιτρούς, 11.88, 23.119, Od.12.11, etc.; ; τίς.. ἔτεμε τὰν δακρυόεσσαν Ἰλίῳ πεύκαν; E.Hel. 231 (lyr.);τ. ὕλην Th.2.98
; τ. ξύλα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος ib.75;χάρακας ἐκ τοῦ τεμένους Id.3.70
:—[voice] Pass., [μελίη] χαλκῷ ταμνομένη Il.13.180
;ῥόπαλον τετμημένον Od.17.195
; ἡ ὕλη ἡ τετμ. the felled timber, D.42.30:—[voice] Med., δοῦρα τάμνεσθαι fell oneself timber, Od.5.243, cf. Hdt.5.82, E.Hec. 634 (lyr.).2 λίθον τ. hew or quarry it, IG12.76.56, cf. 22.1666A8, 42(1).102.41, al. (Epid., iv B.C.), Pl.Criti. 116a, PPetr.2p.6 (iii B.C.), D.S.5.13; τ. μέταλλον open or work a mine, Hyp.Eux.35 ([voice] Pass.):—[voice] Med., λίθους τάμνεσθαι have them wrought or hewn, Hdt.1.186.3 cut down for purposes of destruction,γῆς τ. βλαστήματα E.Hec. 1204
;τ. τὸν σῖτον X.Mem.2.1.13
; also τ. τὴν γῆν lay waste the country by felling the fruit-trees, cutting the corn, etc., Hdt.9.86, cf. Th.2.19,55, And.3.8 ([voice] Pass.);τῆς γῆς ἔτεμον οὐ πολλήν Th.6.7
: c. partit. gen., τῆς γῆς τ. waste part of it, Id.1.30, 2.56:—[voice] Pass., ib.18,20.V cut into shape,δέρμα βόειον Od.14.24
;ἱμάντας ἐκ τοῦ δέρματος Hdt.5.25
:—[voice] Med.,νομέας ταμόμενοι Id.1.194
.2 τ. ὁδόν cut or make a road,τ. ὁδοὺς εὐθείας Th.2.100
;τ. διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων Pl.Criti. 118e
;τάφρον τεμέσθαι PHal.1.107
(iii B.C.); ὁ τέμνων (sc. τὴν τάφρον) ib. 110: metaph., ὀχετοὺς ἐπὶ τὸν πλεύμονα ἔτεμον carried channels or ducts to the lungs, Pl.Ti. 70d, cf. 77c;οὐκ.. ἐγὼ πρῶτος ταύτην ἐτεμόμην τὴν ὁδόν Luc.Pr.Im.24
:—[voice] Pass.,μυρίαι τέτμηνται κέλευθοι Pi.I.6(5).22
;οὐ τετμημένων [τῶν] ὁδῶν Hdt.4.136
, etc.b make one's way, advance,ὦ τὴν ἐν ἄστροις.. τέμνων ὁδὸν.. Ἥλιε E.Ph. 1
;διὰ μέσου.. αἰθέρος τέμνων κέλευθον Ar.Th. 1100
; τὴν μεσόγαιαν τ. τῆς ὁδοῦ take the inland road, strike through the interior, Hdt.7.124, 9.89: metaph., μέσον τι τέμνειν hold a middle course, Pl.Prt. 338a; τὴν μέσην τ. Plu.2.7b; μέσον τινὰ [ βίον] τ. Pl.Lg. 793a;βιότοιο τ. τρίβον AP9.359
(Posidipp. or Pl.Com.), 360 (Metrod.): abs., make one's way, A.R.2.1244, 4.771.3 of ships, cut through the waves, plough the sea, τ. πέλαγος μέσον, κύματα θαλάσσης, Od.3.175, 13.88, cf. Pi.P.3.68: metaph., ψεύδη.. τάμνοισαι κυλίνδοντ' ἐλπίδες men's hopes are tossed about as they cut through the sea of lies, Id.O.12.6: of birds, αἰθέρος αὔλακα τ. cleave the air, Ar.Av. 1400, cf. h.Cer. 383, E.Epigr.2.VII cut short, bring to a crisis or decision,μαχᾶν τ. τέλος Pi.O.13.57
;κίνδυνον τ. σιδάρῳ E.Heracl. 758
(lyr.);λόγῳ τὰ διάφορα τεμεῖν Lib.Or.18.164
; τὰς δίκας τ. Cod.Just.3.1.12, cf. 2.12.27.2, al.------------------------------------
См. также в других словарях:
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… … Dictionary of Greek
απαλειφή αγνώστου — Ονομάζεται α.α. μεταξύ μ εξισώσεων δοσμένου συστήματος η εύρεση συστήματος ισοδύναμου με το δεδομένο και στο οποίο μ 1 εξισώσεις δεν περιέχουν τον άγνωστο αυτόν. Η α.α. γίνεται μετρεις μεθόδους: α) με αντικατάσταση, κατά την οποία λύνουμε ως προς … Dictionary of Greek
μελεϊστί — και μελιστί (Α) επίρρ. κατά μέλη, κατά τμήματα, κομματιαστά («ἠέ μιν ἤδη ἦσι κυσὶν μελεϊστὶ ταμὼν προύθηκεν Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μέλε ος + επιρρμ. κατάλ. ιστί. Το επίρρ. προϋποθέτει ένα αμάρτυρο ρ. *μελεΐζω, κατά τα κτερεΐζω… … Dictionary of Greek
μελίζω — (ΑM μελίζω, Α και δωρ. τ. μελίσδω) κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, διαμελίζω («καὶ δείραντες τὸ ὁλοκαύτωμα, μελιοῡσιν αὐτὸ κατὰ μέλη αὐτοῡ», ΠΔ) αρχ. 1. ψάλλω με τη συνοδεία οργάνου, εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι («ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα καὶ ἢν σύριγγι … Dictionary of Greek
εληδόν — μεληδόν (ΑM) επίρρ. 1. κατά μέλη, κομματιαστά, μελεϊστί* 2. με τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
Τρίτων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θαλάσσιο ον, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Εκτός από τον Τ. υπήρχε και ολόκληρη κατηγορία Τριτώνων, δαιμόνων της θάλασσας, που αποτελούσαν μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα: παριστάνονταν με το κάτω… … Dictionary of Greek
Ασασίνοι — Μέλη μυστικής μουσουλμανικής οργάνωσης Ισμαηλιτών, που τρομοκράτησαν τη δυτική Ασία κατά τις Σταυροφορίες. Η οργάνωση ιδρύθηκε στην Περσία, γύρω στο 1090, από τον Χασάν μπεν Σαμπάχ. Κατά την παράδοση, οι Α. χρησιμοποιούσαν χασίς για να εξάπτουν… … Dictionary of Greek
πατρίκιοι — Μέλη γνωστών οικογενειών της αρχαίας Ρώμης, μια προνομιούχα τάξη, σε αντιδιαστολή με τους πληβείους. Η σχέση ανάμεσα στους π. και τους πληβείους εξακολουθεί να αμφισβητείται. Κατά μία εκδοχή, οι π. υπήρξαν αρχικά οι μόνοι πολίτες της Ρώμης. Καθώς … Dictionary of Greek
ταινιοφόροι — Μέλη συνομωτικών αγροτικών οργανώσεων, που έδρασαν στην Ιρλανδία τον 19o αι. Είχαν ως έμβλημά τους μια μικρή πράσινη ταινία από ύφασμα από την οποία πήραν και την ονομασία τους. Μέλη του κινήματος των τ. ήταν φτωχοί αγρότες που τους… … Dictionary of Greek
Καρμπονάροι — Μέλη μυστικής εταιρείας, με πολιτική κατεύθυνση, που ιδρύθηκε στην Ιταλία στις αρχές του 19ου αι. (μεταξύ 1802 και 1810) κατά το πρότυπο του μασονισμού. Στόχος τους ήταν η απελευθέρωση της ιταλικής χερσονήσου από τον αυστριακό ζυγό και η ανατροπή … Dictionary of Greek